Παριανές Μνήμες: Ο βυρσοδέψης
Ένα από τα πιο δύσκολα και κοπιαστικά επαγγέλματα, αλλά και μια τέχνη η οποία προέκυψε πολύ νωρίς στην ανθρώπινη εξέλιξη, από την ανάγκη να ντυθεί και να προστατευθεί ο άνθρωπος.
Η βυρσοδεψία είναι η διαδικασία της επεξεργασίας του δέρματος των ζώων με στόχο την παραγωγή επεξεργασμένου δέρματος με αυξημένη ανθεκτικότητα κατάλληλο για την κατασκευή ειδών ένδυσης, υπόδησης, κλπ. Η ελληνική λέξη βυρσοδεψία είναι σύνθετη και προέρχεται από το ουσιαστικό της Αρχαίας Ελληνικής «βύρσα» που σημαίνει «δέρμα ζώου» και το ρήμα «δέφω» που σημαίνει «μαλακώνω κάτι με τα χέρια». Ο βυρσοδέψης ονομάζεται και «ταμπάκης». Οι εγκαταστάσεις που πραγματοποιείται η επεξεργασία ονομάζονται βυρσοδεψεία. Στην Ελλάδα τα βυρσοδεψεία ονομάζονταν και «ταμπάκικα», λέξη που προέρχεται από την τουρκική γλώσσα.
Η διαδικασία που ακολουθούνταν κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν η παρακάτω: τα δέρματα έφταναν στο βυρσοδεψείο στεγνά και λερωμένα με χώμα. Αρχικά, μούλιαζαν σε νερό για να καθαρίσουν και να μαλακώσουν, ενώ τρίβονταν για να απομακρυνθεί το λίπος και τα απομεινάρια της σάρκας. Στη συνέχεια ο βυρσοδέψης έπρεπε να απομακρύνει το τρίχωμα. Αυτό γινόταν με την επάλειψη του δέρματος με αλκαλική ουσία ή απλά με την πολύμηνη παραμονή του δέρματος η οποία προκαλούσε και τη σήψη. Στη συνέχεια τα δέρματα εμβαπτίζονταν σε αλατόνερο και το τρίχωμα το οποίο είχε στο μεταξύ χαλαρώσει, απομακρυνόταν με μαχαίρια. Αφού είχε απομακρυνθεί το τρίχωμα, ο βυρσοδέψης μαλάκωνε το δέρμα τρίβοντας πάνω του κοπριά ή μουλιάζοντας το δέρμα σε ένα διάλυμα από εντόσθια ζώου. Η παραπάνω διαδικασία αποτελούσε μια μορφή ζύμωσης που περιλάμβανε τα ένζυμα των βακτηρίων που περιείχε η κοπριά.
Στους μετέπειτα αιώνες, στη βυρσοδεψία χρησιμοποιήθηκαν ύλες φυτικής προέλευσης όπως είναι το έλαιο κέδρου, ο φλοιός της βελανιδιάς, η στυπτηρία, οι οποίες απλώνονταν στα δέρματα ενώ αυτά τεντώνονταν με αποτέλεσμα να απορροφούν περισσότερες τανίνες και να αφυδατώνονται. Τα δέρματα χωρίζονταν σε κατηγορίες. Τα χοντρά δέρματα από αγελάδες, βόδια, προορίζονταν για την κατασκευή σκληρών ειδών. Ενώ τα λεπτά από πρόβατα, κατσίκια, μικρά μοσχάρια, για είδη ρουχισμού.
Η κατεργασία των δερμάτων γινόταν ως εξής: πρώτα γινόταν το «μαλάκωμα», έπαιρναν τα ακατέργαστα δέρματα και τα βουτούσαν σε μια μεγάλη γούρνα με νερό ή σε μεγάλα βαρέλια, για λίγες ημέρες για να φουσκώσουν. Δεύτερο βήμα, ήταν το «σκίσιμο», όπου ο βυρσοδέψης έσκιζε και άνοιγε το δέρμα για να το επεξεργαστεί. Τρίτο βήμα ήταν το «ξελέσιμα», τοποθετώντας το δέρμα στο καβαλέτο και με μια ειδική λάμα με ξύλινη λαβή, το έξυναν ώστε να ξεχωρίσουν το δέρμα από τα υπολείμματα του κρέατος. Τέταρτο βήμα το «πλύσιμο» και η «αποτρίχωση». Ένας τρόπος για να φύγει το λίπος, ήταν να απλώσουν ασβέστη με μια τρίχινη βούρτσα, πάνω στο δέρμα για λίγες ημέρες και μετά το μαδούσαν με τα χέρια. Πέμπτο βήμα η «αδιαβροχοποίηση» του δέρματος, όπου τα βουτούσαν για λίγες μέρες σε ένα μείγμα, νερού με τανίνη, μια ουσία που παράγεται από τη φλούδα μερικών δέντρων όπως η ακακία, η βελανιδιά κ.α. Στη συνέχεια τα έξυναν πάνω στο καβαλέτο για να φύγει το μείγμα και να τεντώσουν το δέρμα. Αυτό γινόταν δύο και τρεις φορές. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία τα κρεμούσαν στα σχοινιά για να στεγνώσουν λίγες μέρες και έπειτα ερχόταν η ώρα του λαδώματος και του ισιώματος. Ύστερα από όλη αυτή την κοπιαστική δουλειά, έρχεται η στιγμή του βαψίματος. Το βάψιμο γινόταν με βιτριόλι σε μαύρο χρώμα στα ελαττωματικά δέρματα και με φυτικές μπογιές στα καλά δέρματα. Έπειτα από το βάψιμο τα δέρματα τα άπλωναν πάνω στο πάγκο και έκαναν με το «τεχάζι» το γυάλισμα και με το «παγασάκι» -ένα είδος χτενιού- τις ραβδώσεις. Έτριβαν το δέρμα με φελλό και έπειτα γυάλιζαν με τη χειροκίνητη «μακένα». Παλιά το γυάλισμα γινόταν με ένα ξύλο, τη «φέλπα», τυλιγμένο με βελούδο, το οποίο το βουτούσαν μέσα σε καζεΐνη και περνούσαν το δέρμα μέχρι να γυαλίσει, συστατικό της καζεΐνης ήταν το μοσχαρίσιο αίμα.
Τα εργαλεία των βυρσοδεψών ήταν οι πάγκοι όπου άπλωναν τα δέρματα, το καβαλέτο που πάνω έξυναν τα δέρματα, το διμάνικο όπου ξεχώριζαν το δέρμα από το κρέας, ο ντεβερές που ήταν βούρτσα που άπλωναν τον ασβέστη στο δέρμα, οι λίμπες όπου έβαζαν τα δέρματα, ο σκεφές που ήταν λάμα με ξύλινη λαβή και με αυτό έξυναν το δέρμα, η ντουναλένα που ήταν ένα ξύλο με μια λάμα στην άκρη που το χρησιμοποιούσαν για να σιδερώνουν το δέρμα.
Τα ταμπάκικα, τα βυρσοδεψία δηλαδή, ήταν κτισμένα σε χώρους που υπήρχε άφθονο νερό ή κοντά στη θάλασσα και να διέθεταν δύο με τρεις στέρνες. Τα ασβεστερά ήταν συνήθως κτισμένα έξω, ενώ όλες οι υπόλοιπες εργασίες γινόταν σε εσωτερικό χώρο. Οι λίμπες, τα ποντόνια, τα καβαλέτα, οι βαρέλες και οι πάγκοι ήταν διατεταγμένοι κατά μήκος των πλευρών του κτιρίου. Στο πάτωμα, πίσω από τους πάγκους και μπροστά από τις βαρέλες, αυλάκια σκαμμένα ή χτιστά βαθιά 15 έως 40 εκ. διοχέτευαν τα νερά έξω από το κτίριο, που χύνονταν από τα ξενερίσματα. Υγρασία, γλίτσα και βρώμα βαριά στο χώρο αυτόν της επεξεργασίας. Σε άλλο χώρο όπου γίνονταν η τελειοποίηση ήταν οι πάγκοι για το στρώσιμο των πετσιών, οι κρεμάλες για το κέρωμα και το στέγνωμά τους, οι κύλινδροι για το σιδέρωμα, κι ήταν φωτεινό και καθαρό και είχε την ευχάριστη μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος. Χαρακτηριστική επίσης ήταν η στέγη με τα χοντρά δοκάρια, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την ανάρτηση των δερμάτων στις κρεμάλες.
Τα ταμπάκικα έδωσαν με τον καιρό το όνομα τους στις περιοχές που ήταν κτισμένα, «Ταμπάκικα», αλλά και σε αυτούς που ασχολούνταν με την επεξεργασία δερμάτων «Ταμπάκης». Στην Παροικιά στον «Κάτω Γυαλό» δίπλα στο ρέμα «Κορμός», σήμερα οικία Αντώνη Θεοχαρίδη, αναφέρεται στα συμβόλαια η περιοχή ως «Ταμπάκικα», όπου είχε το βυρσοδεψείο ο «Ταμπάκης», ο Βεντουρής Αντώνης με τη σύζυγο του Μαριγώ Μαλατέστα και τα παιδιά τους: Σταμάτη, Γεώργιο, Μαρία (γιαγιά μου), Μαργαρίτα, Κατίνα και Νικολής. Σε εκλογικό κατάλογο της Νάουσας του 1883, υπάρχουν εγγεγραμμένοι ο Βεντούρης Αντώνιος του Χριστόδουλου 48 ετών, βυρσοδέψης, κάτοικος Παροικιάς, Βεντούρης Γεώργιος του Χριστόδουλου, 35 ετών, βυρσοδέψης, Βεντούρης Ιωάννης του Χριστόδουλου, ετών 47, βυρσοδέψης, κάτοικος Σύρου, Βεντούρης Χριστόδουλος του Νικολάου, 69 ετών, βυρσοδέψης.
Στη Νάουσα στη θέση «Λίμνες» και κατά μήκος του «Ξεροπόταμου» ήταν τα «Ταμπάκικα», των Σταύρου Βεντουρή, Γεώργιου Αριανούτσου, Πέτρου Τριπολιτσιώτη και Δημήτρη Καρποδίνη. Σε εκλογικό κατάλογο της Νάουσας του 1885, υπάρχουν εγγεγραμμένοι οι Βεντουρής Γεώργιος του Χριστόδουλου 37 ετών, βυρσοδέψης από τη Νάουσα, Βεντουρής Ιωάννης του Χριστόδουλου, 49 ετών, βυρσοδέψης από τη Νάουσα, κάτοικος Σύρου, Βεντουρής Χριστόδουλος του Νικολάου, ετών 71, βυρσοδέψης από τη Νάουσα.
Ίσως και στην περιοχή του Δρυού όπου άφθονα νερά να υπήρχαν και εκεί. Υπήρχαν και οι «Σκυτοτόμοι» που μεταποιούσαν τα κατεργασμένα δέρματα σε διάφορα είδη, κάτι παρόμοιο μεταξύ ράπτη δερμάτων και τσαγκάρη. Τέτοιοι επαγγέλονταν: Στον Δραγουλά ο Γεώργιος Φούσκης. Στις Λεύκες οι: Πέτρος Τζόλμας, Αντώνης Ραγκούσης, Νικόλαος Ραγκούσης, Αντώνιος Καντιώτης, Αθανάσιος Καντιώτης, Γεώργιος Περάκης. Στα Μάρμαρα: οι Γεώργιος Λύκαρης, Γεώργιος Ανερατζόπουλος. Στη Μάρπησσα οι: Νικήτας Άγουρος, Γεώργιος Βαρούχας, Ζαχαρίας Δαμιράλης, Κυριάκος Λοΐζος, Γεώργιος Μαυρομάτης, Δημήτριος Μελανίτης, Γεώργιος Πάος(;), Πέτρος Πατέλης, Πέτρος Πυργής, Ιωάννης Τριβυζάς, Ιωάννης Τσαντουλής, Ιωάννης Μαναρόλης, Γιώργος Τσαντουλής, Ελευθέριος Τριβυζάς. Στη Νάουσα οι: Χριστόδουλος Βεντουρής, Νικόλαος Βεντουρής. Στην Παροικιά οι: Πιέρρος Ζαφειρόπουλος, Αντώνης Μουνδάνος, Γεράσιμος Σιλιτσίρης.
Στα Ταμπάκικα της Σύρας όπου είχε άνθιση το επάγγελμα στηρίζοντας την εκεί οικονομία, δούλευαν αρκετοί παριανοί ως βυρσοδέψες.
Πηγές: Αρχείο Χριστόδουλου Μαούνη, με τη συνδρομή των εκλογικών καταλόγων του Δημήτρη Ντόλκα.
Χριστόδουλος Α. Μαούνης