Παριανές Μνήμες: Βασκανία, Μάτιασμα (4ο μέρος)
Ξόρκια Ζώων
Λένε: «ότι το κακό μάτι μπορεί να σκάσει μέχρι και αγελάδα».
Όταν ένα ζώο είναι ματιασμένο παίρνουμε ένα κόσκινο ή δριμόνι και κανάτα νερό. Το κόσκινο το περιφέρομε πάνω στο ζώο σταυροειδώς από την κεφαλή προς την ουρά, ενώ συγχρόνως χύνουμε νερό στο κόσκινο και λέμε την εξής αητεία:
«Μέγα θαύμα είν’ αυτό να ματαιάζεται το ζω, να του χύνουμε νερό και να γίνεται φτερό». Επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Εάν το ζώο είναι ματιασμένο, με το ξεμάτιασμα σηκώνεται επάνω, τινάζεται και βρίσκει ξανά το κέφι του.
Παραδείγματα:
1. Ο Δημήτρης Αλιπράντης είχε τρεις γελάδες, τις οποίες είχε γυρίσει στον Ξηροπόταμο, στις Αλυγαριέςν και έβοσκαν. Οι γελάδες ήταν ζώα μεγάλα, θρεμμένες. Ζώα εντυπωσιακά, σαν τις όμορφες κοπέλες. Επέρασε ο Γ. Ζουμής στ’ άλογο του καβάλα, ο οποίος τις είδε, σταμάτησε, τις θαύμασε και είπε: «Μωρέ τίνος είναι αυτά τα ωραία ζώα;». Μόλις απομακρύνθηκε ο Ζουμής η πιο θεωρητικιά γελάδα παρουσίασε σημεία αρρώστιας. Όταν την είδε ο Αλιπράντης κατάλαβε ότι το ζώο το είχε ματιάσει ο Ζουμής. Επήρε αμέσως τη γελάδα και την έφερε στη Βαγγελιώ του Γαβαλά η οποία την ξεμάτιασε. Μόλις την ξεμάτιασε το ζώο τινάχτηκε δύο-τρεις φορές και απέκτησε και πάλι τη ζωτικότητα του.
2. Ο Μανώλης Σφαέλος είχε μια κατσίκα από πολύ καλή ράτσα, μεγάλη, θεωρητικιά και γαλατοφόρα. Μια μέρα την είχε έξω από την πόρτα του σπιτιού του και της είχε βάλει κριθάρι και έτρωγε. Οι αγωγιάτες κουβαλούσανε κρασιά του Μανώλη Ζησιμόπουλου (Κορωνιού), στους Αγίους Αναργύρους, που είχε το καΐκι. Μεταξύ των αγωγιατών ήταν και ο Γ. Δραγάζης, ο οποίος όπως περνούσε και είδε την κατσίκα να τρώει γυρίζει και λέει: «να τουλούμι για μεσοσάμαρο». Η μεταφορά των υγρών γινόταν τότε με τα τουλούμια. Οι αγωγιάτες ξεφόρτωσαν και επιστρέφοντας βλέπουν την κατσίκα κρεμασμένη στο τσιγκέλι και τον χασάπη, Νικολή Χατζημιχάλη ή Μπουντρουμιανό, να τη γδέρνει. Τι είχε συμβεί; Ο Δραγάζης με το λόγο του και το μάτι του είχε ματιάσει την κατσίκα, η οποία έδειξε σημεία θανάτου. Για να μη χάσουν και το κρέας, την έσφαξαν. Αποτέλεσμα, ήταν να αγοράσει το δέρμα της κατσίκας, το οποίο έκανε τουλούμι κατά την επιθυμία του.
3. Το ίδιο συνέβη με τον ίδιο και με την κατσίκα του Πέτρου Κάπαρη, που την είχε στο Νεγρί και έβοσκε.
4. Ο Λινάρδος Μαλαματένιος είχε βγάλει στο μουράγιο δύο τζάρες μεγάλες του λαδιού και τις είχε γεμίσει θάλασσα για να τις πλύνει. Πέρασε ο Ανδρέας Χανιώτης, τις είδε, σταμάτησε και λέει: «Μωρέ, τι ωραίες τζάρες που είναι!». Δεν πέρασαν πολλά λεπτά μετά την απομάκρυνση του Χανιώτη και έσπασε η μία μετά την άλλη.
5, Μια μέρα ο Δημ. Πιπής πήγαινε στην εξοχή του. Από τη μια μεριά του σαμαριού είχε φορτώσει ένα σακί λίπασμα κι’ από την άλλη είχε καθίσει εκείνος. Έτυχε να τον δει ο Σταύρος Τριπολιτσιώτης ο οποίος γυρίζει και λέει: «να δείτε που ο γάδαρος θα πετάξει κάτω το Δημητρό». Δε πρόφτασε να πάει «ο γάδαρος» και λίγα μέτρα πιο πέρα και πάρ’ το Δημητρό κάτω με σπασμένο ποδάρι.
Κλώσα
Όταν μια κότα κλωσά και την καθίσουμε κλώσα πρέπει τα κλωσόπουλα που θα βγάλει να ’χουν πάρει από δύο φεγγάρια, να μην είναι μονοφεγγαριάτικα, γιατί δε ζούνε, τα πιάνει ένα είδος σεληνιασμού, πέφτουν κάτω, ταράζουν και ψοφούνε. Για την περίπτωση αυτή υπάρχει ξόρκι. Πρέπει όμως να είναι δύο γιατί ο ένας ερωτά κι’ ο άλλος απαντά. Η εξορκίστρα παίρνει ένα χαλκά, σαν αυτό που έβαζαν παλιά στις πόρτες και αρχίζει να περνά ένα – ένα τα κλωσόπουλα διά μέσου αυτού ενώ ο άλλος ερωτά;
- Τι κάνεις αυτού; - Τα πουλάκια μου περνώ.
- Γιατί τα περνάς; - Τα μονομηνήτικα, τα μονοφεγγαριάτικα (τρεις φορές).
(από τη συλλογή του Όθωνα Κάπαρη)
Χριστόδουλος Α. Μαούνης