Γλωσσικό ιδίωμα Λευκών (Μέρος 6ο)
Συνεχίζοντας την παρουσίαση λέξεων και φράσεων στο τρίτο μέρος του βιβλίου: «Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Λευκών Πάρου», έκδοση του συλλόγου Λευκιανών Πάρου της Αθήνας (Αθήνα 2004), συμπληρώνονται από τον κ. Ευάγγελο Ν. Καστανιά τα παρακάτω, ώστε να γίνει η καταχώρισή τους από τους αναγνώστες που επιθυμούν να έχουν συμπληρωμένο το Λευκιανό λεξιλόγιο.
σενιαρ’ζώ, σενιάρω με κατάληξη ιζω. Τακτοποιώ. Παρατ. ησενιάρ’ζα, μέλλ. θα σενιαρ’σώ και θα σενιαρ’σού, αόρ. ησενιάρ’σα. Κάθα (κάθε) πρωί σενιαρίζ’ όλο το σπίτ’ ιτ’ς (σπίτι της). (Σελ. 586).
σκορδαυλάτσ’(το) σκορδοαυλάκι με τροπή του κι σε τσι και αποβολή του άτονου ι. Το αυλάκι που έκαναν για να φυτέψουν σκόρδα. Και όταν το όργωμα (το ζευγάρισμα) του χωραφιού δε γινόταν καλό, έλεγαν ότι έκανε σκορδαυλάτσα (σκορδαυλάκια). Δηλαδή το ζευγάρισμα ήταν επιφανειακό. Θέλω να κάμετε καλό ζευγάρ’ζμα στο χωράφ’ ιμ’. Δε θέλω σκορδαυλάτσα. (Σελ. 592).
σκοτ’ρά (η), σκοτούρα, με αποβολή του τονούμενου ου και μετακίνηση του τόνου στο α. Και σκουτ’ρά, με τροπή του ο σε ου (κώγωση). Ζάλη και έγνοια. Πληθυντικός σκοτ’ρές, (σκοτούρες). Έχω πολλές σκοτ’ρές στ’ γκεφαλή μ’ τ’τές (τούτες) κι (τις) μέρες. (Σελ. 593).
σ’νάγμα (το), σύναγμα, με αποβολή του τονούμενου ι (υ) και μετακίνηση του τόνου του στο α της επόμενης συλλαβής. Και σ’νάξ’*, (σύναξη). Συνάθροιση, συγκέντρωση. Έχ’νε λέει σ’νάγμα στο σκολειό οι γιναίτσις (γυναίκες) απόψε. (Σελ. 596).
σ’νέργα (τα), σύνεργα, με αποβολή του τονούμενου ι (υ) και μεταβίβαση του τόνου του στο ε. Τα καλά σ’νέργα κάν’νε το γκαλό (τον καλό) μάστορα. (Σελ. 596).
σπαρμένα, χωράφια που τα έχουν σπείρει με σιτηρά. Και σπαρτά. Ιτ’τούς (ετούτος) ο σορόκος (σιρόκος) ηρ’μάξε τα σπαρμένα. (Σελ. 600).
σποργιάζ’νε, σποριάζουνε με ανάπτυξη γ μετά το ρ και αποβολή του άτονου ου. Γεννούν τα αβγά τους για αναπαραγωγή τα σαλιγκάρια. Δε γκάνι (δεν κάνει) να μαζεύγ’νε τ’ς καραβόλι (τους καραβόλους=μεγάλα σαλικγάρια) τα πρωτοβρόχια γιάντα (γιατί) τότες σποργιάζ’νε. (Σελ. 601).
σ’πτώσ’ (η), σύμπτωση, με αποβολή του τονούμενου ι (υ), μεταβίβαση του τόνου του στο ω, αποβολή του μ πριν από το π και αποβολή του άτονου ι (η). Πληθυντικός: σ’πτώσες (συμπτώσεις). Και σ’φτώσ’*. Ό,τ’ κακό και να γένει, λέει πως ητάνε (ήτανε) σ’πτώσ’. (Σελ. 602).
σ’ρ’τσά (τα), συρίκια, με αποβολή του άτονου ι (υ), του τονούμενου ι, μετακίνηση του τόνου του στο α και τροπή του κια σε τσα. Είδος στσφυλιού. Ενικός σ’ρίτσ’* (συρίκι). Δε νιτά (δεν ήταν) καλή η χρονιά ιφέτος για τα σ’ρ’τσά. (Σελ. 603).
σταλαητό (το), σταλαγητό με αποβολή του γ μεταξύ των δύο φωνηέντων. Και στάλαμα, στάλαγμα, με αποβολή του γ προ του μ. Στάλες νερού που πέφτουν από τη στέγη (δώμα) των σπιτιών όταν βρέχει. Ησταμάτ’σ’ η βροχή, μα το σταλαητό δε θέλι να σταματήσ’. (Σελ. 604).
σταφ’λοχώρ’ζμα, (το), σταφυλοχώρισμα, με αποβολή των άτονων ι (υ, ι) και τροπή του σ σε ζ προ του μ. Η εποχή που ξεχωρίζουν τα νέα σταφύλια από τα φύλλα του αμπελιού. Πληθυντικός: σταφ’λοχωρ’ζμάτα, (σταφυλοχωρίσματα). Στο σταφ’λοχώρ’ζμα πρέπει να τσαπίζ’νε και να δγειαφίζ’νε (θειαφίζουνε) τ` αμπέλια. (Σελ. 605).
στρ’φτάρ’ (το), στριφτάρι με αποβολή των άτονων ι. Και κατσαρό και γάντζος και γάγκιος. Ελικοειδής βλαστός στο καρπούζι, από την κατάσταση του οποίου καταλαβαίνουμε αν το καρπούζι είναι ώριμο ή όχι. Το στρ’φτάρ’ σε ‘τσ’νό (εκείνο) το καρπούζ` ημαράθ’τσε (μαράθηκε), άμε να το κόψ’ς να το φάμε. (Σελ. 613).
τρ’γοπάτ’ (το), τρυγοπάτημα με αποβολή των άτονων ι (υ,η) και της κατάληξης μα. Και τρυοπάτ’, με αποβοβή του γ μεταξύ των δυο φωνηέντων. Τρύγημα και πάτημα των σταφυλιών την ίδια μέρα. Τα σταφ’λιά στ` φ’τγιά (φυτεία=νέο αμπέλι), λέω να τα κάμω τρ’γοπάτ’. (Σελ. 633).
φαδγιάζω, φαδιάζω με ανάπτυξη γ μετά το δ. Υφαίνω. Ιτ’τό (ετούτο) το χράμ’ το ‘χι (το έχει) φαδγιασμένο η νιφάντρα (η υφάντρα/ υφαντού) με μεράτσ`(μεράκι). (Σελ. 652).
φαοσποργιαζμένος (ο), φαγοσποριασμένος, με αποβολή του γ μεταξύ του α και του ο, προσθήκη του γ μετά το ρ και τροπή του σ σε ζ, προ του μ. Σπόρος φαγωμένος από μικρά έντομα (μαμούνια/μαμ’νιά*). Ιτ’τού (ετούτο) το κ’θάρ’* εινί φαοσποργιαζμένο τσαι δε γκάνι (δεν κάνει) για σπάρσ’μο (σπάρσιμο, σπορά). (Σελ. 654).
φοβέρτα (η), φοβέρα με ανάπτυξη τ μετά το ρ. Με τ` φοβέρτα δε γκάνις (δεν κάνεις) τίουτς (τίουτας/τίποτα). (Σελ. 665).
Φορτσαδ’ρός (ο), Φορτσαδούρος με αποβολή του τονούμενου ου και μετακίνηση του τόνου του στο ο. Και Φορκιαδ’ρός, με τροπή του τσ σε κι. Παρωνύμιο. (Σελ. 157 και 667).
φ’χτώνω και φ’χτγιάζω και φ’χτάρω και φ’χτέρνω. Φουχτώνω. Αρπάζω με τη φούχτα (φ’χτά*). Και χ’φτώνω*. Παρατ. ηφ’χτώνα, μέλλ. θα φ’χτώσω, αόρ. ηφ’χτώσα και ηφ’χτούσα. ‘Εχετε το νου σας, γιάντα τ’τός (τούτος) ο αργάτ’ς φ’χτέρινι ό,τ’ έβιρ’ (βρεί). (Σελ.676).
χαεργιά (η) χαεριά, με ανάπτυξη γ μετά το ρ. Προκοπή, χαΐρι. Από το τουρκικό hayir. Δε νέδε (δεν είδε) χαεργιά στ` ζωη τ` ο μαζάρας (κακομοίρης). (Σελ. 679).
Χ’φτώνω και χ’φτιάζω και χ’φτάρω και χ’φτέρνω. Χουφτώνω, από τη χούφτα (χ’φτά*). Βλέπε φ’χτώνω*. (Σελ. 693).
ψεκάρ’ζμα, ψεκάρισμα με αποβολή του άτονου ι και τροπή του σ σε ζ, προ του μ. Ψεκασμός, ράντισμα.Το ψεκάρ’ζμα τ`αμπέλιού, πρέπ’ να γένεται (γίνεται) στ’ νώρα τ’ (στην ώρα του) για να ‘χι αποτέλεζμα. βδομάδα. (Σελ. 697).
ψεκάρω και ψεκαρ’ζώ, ψεκάζω, με τροπή της κατάληξης ζω σε ρω ή ιζω. Από το αρχαίο ψακάζω. Ραντίζω. Παρατ. ηψέκαρα, μέλλ. θα ψεκάρω, αόρ. ηψεκάρ’σα. Πρέπ’ να πά` (πάω) να ψεκάρω κι γιλιές (τις ελιές) πρι’ να πγιάσ’ν’ οι βροχές (Σελ. 698).
(Συνεχίζεται…)
Ευάγγελος Νικ. Καστανιάς