Σάββατο και Κυριακή στο χωριό | Του Ν.Μ. Γαβαλά
Συνειδητά δεν έγραψα τη σύνθετη λέξη «Σαββατοκύριακο» και αυτό γιατί στη Νάουσα δεν υπήρχε αυτός ο όρος. Το Σάββατο ήταν για όλους η τελευταία ημέρα της εβδομάδας, ενώ η πρώτη μέρα, (Μία) η Κυριακή, ήταν σε «άλλη» θέση από τις υπόλοιπες- ήταν μία μικρή Λαμπρή!
Το Σάββατο υπήρχε μια διαφορετική ατμόσφαιρα στο χωριό -λες και φυσούσε ένας άλλος αέρας- και διαπίστωνες ότι η μέρα αυτή ήταν αλλιώτικη. Από το πρωί γίνονταν όλες οι εσωτερικές και εξωτερικές καθαριότητες του σπιτιού. Αφού είχαν αεριστεί, έμπαιναν τα στρωσίδια και σιγά-σιγά τα λουλούδια και οι πρασινάδες στα ανθοδοχεία. Μετά έκαναν τα «ψούνια» και τα απαραίτητα για το αυριανό τραπέζι.
Νωρίς το απόγευμα επικρατούσε μια ξεχωριστή ηρεμία και τρυφερότητα, και καθώς έμπαινα στο σπίτι της γιαγιάς μου πάνω στην Παναγία, διέκρινα αμέσως την ιδιαιτερότητα της ημέρας. Στη σάλα ήταν, για να φύγει η μυρωδιά της ναφθαλίνης, το μαύρο της φουστάνι σιδερωμένο και κρεμασμένο στην εξωτερική πλευρά της πόρτας της κέδρινης ντουλάπας, τα παπούτσια της καθαρά είχαν βρει μια θέση στο πλάι, και η «τσάνΤΤα» της, βγαλμένη από το μπαουλάκι, κρεμόταν στην πλάτη μιας ξύλινης καρέκλας (ήταν όλα έτοιμα για την αυριανή Λειτουργία). Στο τραπέζι στο κουζινάκι ήταν λουλούδια διαφόρων ειδών φερμένα από τον κυρ’ Σπύρο τον Ρούσσο και τη θειά την Ελένη, οι οποίοι κατέβαιναν από το απόγευμα στη Χώρα για τον εσπερινό. Έφερναν μαζί τους από το Υστέρνι και διάφορα καλούδια τα οποία μοίραζαν στους γειτόνους της Παναγίας -μποστανικά, φρέσκο τυρί, κάνα χορταρικό- χαμομήλι, φασκομηλιά και ό,τι άλλο ήταν της εποχής εκείνης. Ακόμη και σήμερα, μου έρχεται η μυρωδιά από τους κατιφέδες και τον πλατύφυλλο βασιλικό στις ανθοδέσμες τους.
Υπήρχε και στις γειτονιές μια ενεργητικότητα και μια λαχτάρα για την επομένη. Έβλεπες τις κυρίες, όπως η θεία η Μαρία, η Σκορπίνα, η Καβουρού και άλλες, έτοιμες με το σπίτι πεντακάθαρο και τα μαλλιά τους λουσμένα και με «ρόλεϋ». Άλλες λίγο πιο νέες, γυρνούσαν στα σπίτια τους, και από το χτένισμα καταλάβαινες ότι είχαν επισκεφτεί την Άννα, την κομμώτρια. Ήταν και μερικές γυναίκες που έμεναν στα παρακείμενα στενά που, σεμνά και δειλά, έλουζαν τα μαλλιά τους απέξω με κανάτα και τσανάκα, και καθώς περνούσα, το στραβό τους βλέμμα μαρτυρούσε ότι η παρουσία μου, αν και σε απόσταση, τους ενοχλούσε και επιτάχυνα το βήμα μου.
Στην εκκλησιά επάνω έβλεπες μια λάτρα. Η θειά, η Ευτέρπη, πηγαινοερχόταν από τον ναό στο καμαράκι με κεριά, άνθη και ότι άλλο σήκωνε η μέρα. Ήταν και ο Μηνάς με τον Ζαχαριά που όλο κάτι πολεμούσαν… και σιγά-σιγά ανέβαινε και η θειά η Μαριώ η Τσουγλήδενα, για να «σπερνιάσει» με τον π. Κωνστάντιο. Τότε ήταν μια ενορία η Νάουσα, και περίμεναν όλοι να ακούσουν που θα χτυπούσε ο παπάς εσπερινό, πάνω η κάτω, στην Παναγία η στην Πεντάνουσα, και όπου χτυπούσε η καμπάνα εκεί θα γινόταν και η αυριανή λειτουργία.
Η Κυριακή για το κάθε σπιτικό ήταν κάτι το ξεχωριστό -ήταν «σκόλη»- και ο ρυθμός της ημέρας διαφορετικός. Πίστευαν, και πολύ σωστά, πως κάθε Κυριακή ήταν μια μικρή γιορτή, και φρόντιζαν από την παραμονή να είναι όλα γιορτινά. Από βραδύς λοιπόν, οι βεγγέρες ήταν πιο σύντομες, οι πόρτες έκλειναν ελαφρώς πιο νωρίς και τα καντήλια άναβαν πιο γρήγορα -επισκίαζε μία ιερότητα- και με όλα στην εντέλεια, έπεφταν οι νοικοκυράδες για έναν ευλογημένο ύπνο.
…και έτσι περνούσε το Σάββατο με διάφορες απασχολήσεις και μια σχετική εγρήγορση για την μεγάλη μέρα που θα ξημέρωνε.
Ο πιο κοινός ήχος το πρωί της Κυριακής ήταν η καμπάνα της εκκλησίας και η ψαλμωδία του Περιστέρη στα «τρανζίστορ». Υπήρχε μια αυξημένη κίνηση και πίσω από τον τοίχο στο Καβαλαρικό ήταν στη σειρά τα ζωντανά που έφερναν τον κόσμο από τις εξοχές. Όσο κρατούσε η εκκλησιά, τα μαγαζιά ήταν κλειστά και μετά, οι λίγοι που θα άνοιγαν, χαίρονταν όταν έβλεπαν τον κόσμο να κατευθύνεται από την εκκλησία προς τα κάτω… και με τα θυμιατά στα παράθυρα, μετά από το κριθαρένιο τους καφέ και παξιμάδι, έβαζαν μπροστά τα απαραίτητα για το μεσημεριανό. Το ντύσιμο ήταν Κυριακάτικο, το τραπεζομάντηλο το καλό και το φαγητό πιο επίσημο με κρεατικά ψημένα στον φούρνο της γειτονιάς ή κάνα κοκκινιστό της κατσαρόλας… και περίμενε η κάθε μια να γυρίσει ο αφέντης από το καφενείο για να καθίσουν στο κυριακάτικο τους τραπέζι. Και έτσι κυλούσε η ζωή στη Νάουσα, απείραχτη, με ηρεμία και ελάχιστες απαιτήσεις -έτσι όπως την είχαν βρει από τους γονείς τους- από πάππου προς πάππου…
…και εμείς παιδιά ξέγνοιαστα, ανέμελα περνούσαμε τις ώρες μας τρώγοντας πασατέμπο στην πεζούλα στον σχολικό κήπο, χωρίς σκέψεις ότι όλα αυτά που βιώναμε κάποια μέρα θα έσβηναν από την ζωή μας σαν όνειρο…
Ν.Μ. Γαβαλάς