Παριανές Μνήμες Η ελονοσία στην Πάρο (1ο μέρος)

Η ιστορία της ελονοσίας ταλαιπωρούσε βασανιστικά τους κατοίκους της Παροικιάς κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Στα βόρεια λιβάδια της Παροικιάς υπήρχαν έλη, τα οποία αποτελούσαν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και είχαν σαν συνέπεια την απώλεια πολύτιμου καλλιεργήσιμου εδάφους.

Η αρχιτέκτων, ιστορικός της αρχιτεκτονικής της νεότερης Ελλάδας, Όλγα Μπαδήμα-Φουντουλάκη, παρουσίασε στο περιοδικό «Παριανά» (τευχ.155), τις μελέτες για τις προσπάθειες αποξήρανσης της ελώδους περιοχής της Παροικιάς, που έγιναν στα μέσα του 19ου αιώνα.

Μελέτη του Βίλχελμ φον Βάιλερ

Το 1837 νομομηχανικός Κυκλάδων ήταν ο υπολοχαγός Wilhelm von Weiler, ο οποίος προηγουμένως ήταν τοποθετημένος στη διεύθυνση Μηχανικού Αττικής και Βοιωτίας και είχε εκτελέσει την τοπογραφική αποτύπωση της παλιάς πόλης της Αθήνας.

Για την αποξήρανση της ελώδους εκτάσεως της Παροικιάς ο Weiler είχε εκπονήσει το 1840 μια μελέτη, στην οποία προέβλεπε το άνοιγμα μικρών και μεγάλων διωρύγων και συγχρόνως την κατασκευή ενός ιχθυοτροφείου. Σύμφωνα με το σχέδιο του τα νερά της βροχής θα οδηγούνταν από μικρά κανάλια και θα μαζεύονταν σε μια μεγάλη διώρυγα που θα κατέληγε στο ιχθυοτροφείο, το οποίο θα βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του έλους. Η διώρυγα θα είχε πλάτος τρία μέτρα και βάθος ένα μέτρο. Παράλληλα στη διώρυγα θα κατασκευαζόταν ένας δρόμος πλάτους έξι μέτρων, που προβλεπόταν να στολιστεί με πλατάνια και ο οποίος θα χρησίμευε για να εισέρχονται οι ιδιοκτήτες στα κτήματα τους και για περιπάτους. Η επιφάνεια που θα αποξεραινόταν, θα χωριζόταν σε 26 τεμάχια εκτάσεως τεσσάρων έως οκτώ στρεμμάτων το καθένα. Στο χαμηλότερο τεμάχιο, το οποίο θα ανασκαφτόταν, θα κατασκευαζόταν ένα τετράπλευρο ιχθυοτροφείο. Το χώμα από την ανασκαφή θα χρησίμευε για την επιχωμάτωση της υπόλοιπης έκτασης. Η όλη περιοχή είχε έκταση 143,75 στρέμματα, από τα οποία μετά την αποξήρανση τα 121,57 θα ήταν καλλιεργήσιμα και τα 22,18 θα έμειναν ακαλλιέργητα, τα οποία θα αντιστοιχούσαν στο ιχθυοτροφείο, το δρόμο και τη μεγάλη διώρυγα. Το κόστος για την αποξήρανση και την κατασκευή του ιχθυοτροφείου θα ανερχόταν στο ποσό των 1.770 δρχ., από το οποίο 1.350 δρχ. θα ήταν για την ανασκαφή των καναλιών συνολικού μήκους 800 μέτρων και 420 δρχ. για την κατασκευή του δρόμου. Το δημοτικό συμβούλιο της Πάρου αποφάσισε τότε (1840), να αποδεχθεί το σχέδιο του Weiler και να προχωρήσει στην αποξήρανση της ελώδους περιοχής και την κατασκευή του ιχθυοτροφείου. Συγχρόνως αποφασίστηκε να πουληθούν οι γύρω δημοτικές εκτάσεις σε πλειστηριασμό, οι δε αγοραστές να πληρώσουν την αξία των γαιών σε δέκα ισότοπες ετήσιες δόσεις. Με τα χρήματα αυτά, συνολικά 6.455 δρχ. θα κατασκευαζόταν το ιχθυοτροφείο και θα εκτελούσαν ορισμένα έργα, τα οποία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο δήμος για την πλήρη αποξήρανση της ελώδους εκτάσεως σαν υποχρέωση του απέναντι στους αγοραστές των γαιών.

Τα χρήματα όμως δαπανήθηκαν σε άλλες ανάγκες του δήμου, τα δέκα χρόνια πέρασαν και εκτός από μερικά κανάλια, που ανοίχτηκαν τον πρώτο χρόνο, τίποτα άλλο δεν έγινε για την αποξήρανση. Ο δήμος Πάρου έμεινε λοιπόν χωρίς οικονομικά μέσα και δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει την αποξήρανση μόνος του, αλλά ούτε να εκτελέσει τα υπόλοιπα δημοτικά έργα. Οι κάτοικοι όμως εξακολουθούσαν να υποφέρουν από τα στάσιμα νερά. 

Έτσι, 17 χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο 1857, το υπουργείο Εσωτερικών απευθύνθηκε στον Νομάρχη Κυκλάδων με το ερώτημα, εάν έχει ληφθεί πρόνοια για την αποξήρανση της ελώδους περιοχής της Παροικιάς και εάν υπάρχει κάποιο σχέδιο από μηχανικό για την αποξήρανση. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο δημαρχεύων πάρεδρος Πάρου, Α.Ε. Χαμάρτος, ανέφερε στο επαρχείο Νάξου, ότι στο βόρειο μέρος της Παροικιάς υπήρχαν δύο έλη, τα οποία κατά καιρούς επέφεραν μεγάλη βλάβη στην υγεία των κατοίκων. Το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο απείχε ένα τέταρτο σχεδόν της ώρας από την κωμόπολη, το δε μικρότερο εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, συνόρευε με την πολίχνη και έφθανε μέχρι την παραλία. Το μικρότερο έλος αποξηράνθηκε το 1857. Το ίδιο έτος έγιναν και μερικά άλλα αξιόλογα έργα, όπως η διαμόρφωση της προκυμαίας, τακτοποιήσεις της κοίτης χειμάρρων, γέφυρες κ.α., τα οποία πραγματοποιήθηκαν χάρη στον δήμαρχο, Κωνσταντίνο Μ. Κρίσπη, ο οποίος παραχώρησε την αντιμισθία του και χάρη σε μερικές συνεισφορές, καθώς και στην προσωπική εργασία των κατοίκων. Έμενε λοιπόν ακόμη να αποξηρανθεί το μεγαλύτερο έλος.

Επειδή ο δήμος Πάρου εξόδευσε τα χρήματα που είχε εισπράξει από την πώληση των γαιών σε άλλες δημοτικές υποθέσεις, σύμφωνα με τη Νομαρχία και το υπουργείο έπρεπε ο ίδιος ο δήμος να εξοικονομήσει τα απαιτούμενα χρήματα και να προχωρήσει στην αποξήρανση. Το δημοτικό συμβούλιο στις 2 Ιουνίου 1858 αποφάσισε ότι ο δήμος δεν μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα περικόπτοντας άλλες δαπάνες παρόλο που εισπράττει τους δημοτικούς φόρους. Μόνο με τη συνδρομή της κυβέρνησης θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί η αποξήρανση, καθόσον μάλιστα προβλεπόταν η κατασκευή ιχθυοτροφείου, με τα έσοδα από την εκμετάλλευση του οποίου θα ήταν δυνατή η απόσβεση μέσα σε λίγα χρόνια. Το υπουργείο Εσωτερικών όμως απάντησε ότι, σύμφωνα με διαταγή του ίδιου υπουργείου, ο προϋπολογισμός του κράτους δεν προβλέπει τέτοιου είδους συνεισφορές προς τους δήμους, οπότε τα έξοδα για την αποξήρανση θα έπρεπε να τα αναλάβει ο δήμος, στον οποίο συνέστησε να εξοικονομήσει τα χρήματα και ο οποίος πάλι απάντησε ότι εξ ιδίων πόρων αδυνατεί να προχωρήσει στην αποξήρανση. Τον Σεπτέμβριο 1859 ο δήμαρχος Πάρου, Κ. Κρίσπης, ανακοίνωσε στο επαρχείο Νάξου εκ νέου, ότι η αποξήρανση δεν μπορεί να γίνει μόνο με την προσωπική εργασία των κατοίκων και ότι χρειάζεται και κρατική βοήθεια.   

Πηγές: «Παριανά» τευχ. 155

Χριστόδουλος Α. Μαούνης