Εισαγγελική παρέμβαση για την παρακολούθηση δημοσιογράφου από την ΕΥΠ

Την παρέμβαση της Δικαιοσύνης προκάλεσε η είδηση για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του δημοσιογράφου, Θανάση Κουκάκη, ο οποίος σύμφωνα με τις αποκαλύψεις είχε μπει στο στόχαστρο της ΕΥΠ, σε μια περίοδο κατά την οποία ερευνούσε υποθέσεις Ελλήνων τραπεζιτών και επιχειρηματιών.

Με εντολή της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Σωτηρίας Παπαγεωργοπούλου, διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να διαπιστωθεί εάν και από ποια πρόσωπα έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου.

Η διενέργεια της έρευνας ανατέθηκε σε εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος θα διερευνήσει τις σοβαρές καταγγελίες. To σκάνδαλο έφερε στο φως της δημοσιότητας το Reporters United, βάσει κρατικών εγγράφων, που αποδεικνύουν ότι το 2020 είχε διαταχτεί για υποτιθέμενους λόγους εθνικής ασφάλειας η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του δημοσιογράφου, ο οποίος στη συνέχεια έπεσε θύμα και δεύτερης παρακολούθησης, αυτή τη φορά μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator.

Οι πληροφορίες αναφέρουν πως και οι τρεις διατάξεις, άρση απορρήτου, παράταση και παύση της άρσης, έγιναν μετά από άδεια που έδωσε η αρμόδια εισαγγελέας της ΕΥΠ, η εισαγγελέας Εφετών Βασιλική Βλάχου, χωρίς την οποία είναι παράνομη η άρση του απορρήτου.

Όπως είχε σημειώσει ο ίδιος ο δημοσιογράφος στο Twitter, η παρακολούθησή του ξεκίνησε στις 20 Ιουνίου του 2020 και σταμάτησε στις 12 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, την ημέρα που υπέβαλε καταγγελία στην ΑΔΑΕ ότι τον παρακολουθούν. «Το θεσμικά αδιανόητο. Για να μην μου γνωστοποιήσει η ΑΔΑΕ ότι είχα τεθεί υπό παρακολούθηση, η κυβέρνηση προχώρησε στις 31/03/2021 στην τροποποίηση του νόμου της Αρχής ο οποίος ίσχυε για 27 χρόνια» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Υπεραμύνεται της επίμαχης τροπολογίας η κυβέρνηση

Από την πλευρά της η κυβέρνηση τηρούσε για τρεις μέρες σιγή ιχθύος για μια υπόθεση στην οποία εμπλέκεται η ΕΥΠ για την οποία είναι απευθείας θεσμικά υπεύθυνο το Μαξίμου, αφού η υπόθεση συνδέεται με την αιφνιδιαστική τροπολογία που έφερε τον Μάρτιο του 2021 στη Βουλή αλλάζοντας ξαφνικά τον νόμο για τις παρακολουθήσεις και στερώντας από την Ανεξάρτητη Αρχή για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Επικοινωνιών τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες ότι βρέθηκαν υπό παρακολούθηση.

Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, κατά τη σημερινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ισχυρίστηκε ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λογισμικά και υπεραμύνθηκε της τροπολογίας λέγοντας πως αυτή «έχει κάνει το αυτονόητο. Όταν δημιουργείται ένας λόγος εθνικής ασφάλειας να παρακολουθείται, αυτός δεν μπορεί να απευθυνθεί κάπου και να πει "αν με παρακολουθείτε"».

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση υποστήριξε ότι «θα ήταν εξαιρετικά προβληματικό να γνωρίζω εγώ και η κυβέρνηση, εάν αυτά ισχύουν. Το ίδιο θα ίσχυε για όποιο πρόσωπο, όχι μόνο για δημοσιογράφο αλλά και για οποιοδήποτε άλλο. Υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείται στη χώρα από το 2005, η διαδικασία των επισυνδέσεων που είναι νόμιμη. Υπάρχει ένα πολύ ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία όλων των εμπλεκομένων: των αρχών, της ΑΔΑΕ, των παρόχων κινητής τηλεφωνίας και καταλυτικός ο ρόλος είναι της Δικαιοσύνης -του εισαγγελέα που υποδέχεται τα αιτήματα και ανάλογα αποφασίζει.

Παραμένουν τα ερωτήματα, αναζητούνται εξηγήσεις

Όμως, όπως γράφει σήμερα η «Εφ.Συν.», τα ερωτήματα για το ζήτημα παραμένουν: «Πώς διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια από έναν οικονομικό ρεπόρτερ που ερευνά τα συμφέροντα ιδιωτικών τραπεζών και τραπεζιτών; Με ποια αιτιολογία ενέκρινε την παρακολούθηση η αρμόδια εισαγγελέας της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου; Πόσοι ακόμα δημοσιογράφοι είναι στόχος της ΕΥΠ και του μεγάρου Μαξίμου υπό τον μανδύα της εθνικής ασφάλειας;».

Υπενθυμίζεται πως ξηγήσεις για το ζήτημα έχουν ζητήσει ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΚΙΝ.ΑΛΛ. και η ΕΣΗΕΑ. Το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας (IPI) έκανε το ίδιο εκφράζοντας σοβαρές ανησυχίες. Πάντως, το θέμα δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τα ελληνικά μίντια, παρά το γεγονός ότι η δημοσιογραφική αυτή αποκάλυψη πληγώνει τη δημοκρατία στη χώρα.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών