Παριανές Μνήμες | Ο βαρελάς
/Ο βαρελάς ή βαρελοποιός ή βουτζάς παλαιότερα ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε ή επισκεύαζε βαρέλια για την αποθήκευση του κρασιού και όχι μόνο. Έφτιαχνε όλα τα είδη των βαρελιών, κρασοβάρελα, νεροβάρελα, τυροβάρελα, ξύλινα παγούρια (βουτσέλες), καρδάρες κ.α.
Τα βαρέλια προορίζονταν για ιδιωτική χρήση, αλλά και για εμπορική, επαγγελματική χρήση, καθώς και για την μεταφορά των προς εξαγωγή προϊόντων. Στο νησί όταν λέμε για βαρέλια, συνήθως εννοούμε τα βαρέλια του κρασιού, μιας και η αμπελουργία και η οινοποίηση είναι ασχολίες που έχουν τις ρίζες τους από την αρχαιότητα, γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση.
Τα βαρέλια ποικίλουν στο ξύλο κατασκευής τους ανάλογα για τη χρήση που τα προόριζαν. Για το κρασί και τα ποτά ήταν δρύινα, από οξιά για το τυρί, από κέδρο και έλατο ή πεύκο για το νερό. Χρησιμοποιούσαν όμως και το ξύλο καστανιάς που είναι καλό και σκληρό και γίνεται με αυτό γερό το βαρέλι, το έφερναν δε από τη βόρειο Ελλάδα. Αλλά και το ξύλο από δρυς, ήταν εισαγόμενο από την Ευρώπη, γιατί ήταν καλύτερης κατηγορίας και πιο ανθεκτικό, ενώ το ελληνικό ήταν κατώτερης ποιότητας. Το επάγγελμα του βαρελοποιού ήταν εποχιακό και εξαρτιόταν από την παραγωγή της κάθε χρονιάς σε σταφύλια, ενώ σήμερα γνώρισε την παρακμή καθώς το παραδοσιακό ξύλινο βαρέλι έδωσε την θέση του σε σύγχρονα υλικά και σε άλλες μορφές συσκευασίας.
Ένα βαρέλι αποτελείται από τις σανίδες του, τις λεγόμενες ντούγες ή δούγες που σχηματίζουν καμπυλωτό μέρος -το μπάζο- που είναι ο πάτος και τα στεφάνια. Στις ντούγιες δινόταν η κατάλληλη κλήση από την οποία εξαρτιόταν το μέγεθος και το σχήμα του βαρελιού. Το σχήμα του βαρελιού ήταν κόλουρου κώνου, ώστε οι ντούγιες να κλειδώνουν στα στενά άκρα. Τις ντούγες τις έκαναν σχιστές, τσεκουράτες, ποτέ με το πριόνι για να μην ανοίγουν τα αγγεία τους και όταν μπει ο μούστος να τρέχει. Οι ντούγες είχαν μία αυλακωτή πατούρα για να προσαρμόζονται σε αυτήν οι πάτοι του βαρελιού ώστε να κλείνουν καλά. Οι ντούγες ενώνονταν και συγκρατούνταν με τα σιδερένια στεφάνια τα οποία έμπαιναν σφιχτά γύρω από το βαρέλι για να το συγκρατούν. Ο πάτος κατασκευαζόταν από σανίδες που μεταξύ τους ήταν ενωμένες με δίμιτα καρφιά, δηλαδή εσωτερικά καρφιά, ώστε να μην έρχεται σε επαφή το κρασί με το σίδερο. Ο βαρελάς χρησιμοποιούσε τον διαβήτη ή κουμπάσο για να σχεδιάσει το μπάζο του βαρελιού, δηλαδή τον πάτο. Έκοβε τα περιττά με το κατάλληλο πριόνι, το ξεγυριστάρι και στη συνέχεια πλάνιζε τον κύκλο, ώστε οι σανίδες να έχουν το ίδιο πάχος. Την περιφέρεια του πάτου πελεκούσε με την ταλιαδούρα για να πάρει το πάχος που έχει γίνει με τη γραδωτή στο εσωτερικό τοίχωμα του βαρελιού. Από το μέγεθος του πάτου υπολόγιζε πόσο κρασί θα χωρούσε το βαρέλι.
Σειρά έχουν οι ντούγες και η κατασκευή τους. Με την ταλιαδούρα ή πελέκι, ο τεχνίτης πελεκούσε τις ντούγιες στα τέσσερα σημεία τους έως να πάρουν ένα σχήμα οβάλ. Έπειτα τις πήγαινε στην πλάνη για να τις πλανίσει. Ο σκοπός ήταν να τις πλανίσει, έτσι, ώστε, να εφάπτεται η μία ντούγια με την άλλη στη σειρά και να μην αφήνουν κενά. Ζέσταινε τη ντούγια στη μέση, λύγιζε εύκολα και αμέσως την έβαζε ανάμεσα σε καρφωμένα σε τοίχο παλούκια για να πάρει, καθώς θα κρύωνε, το σχήμα που ήθελε. Βασικά η σανίδα κύρτωνε και έτσι θα σχημάτιζε το κοίλο του βαρελιού. Αυτός ο τρόπος με το ζέσταμα και το κύρτωμα έπρεπε να γίνει για όλες τις ντούγιες, οι οποίες αφού κρύωναν στα δυνατά αυτά καρφιά έπαιρναν το σχήμα του καμπυλωτού ξύλου και όλες μαζί, πλάι η μία στην άλλη, θα σχημάτιζαν το βαρέλι.
Ο βαρελοποιός είχε και συνεργασία με τον σιδερά, ο οποίος του έφτιαχνε τα στεφάνια για να δέσει το βαρέλι του. Κατάλληλα στεφάνια ανάλογα με το πάχος που ήθελε να έχει το βαρέλι. Κάθε στεφάνι έχει και το δικό του όνομα. Το πάνω που έμπαινε στο βαρέλι λεγόταν κεφαλάρι, το δεύτερο σεκόντο, το τρίτο φινταμέντο και το τέταρτο βραέρι, αν έβαζαν και άλλα στεφάνια αυτά δεν είχαν όνομα. Βέβαια τα στεφάνια τοποθετούνται συμμετρικά. Σχεδόν όλοι οι βαρελοποιοί είχαν και βοηθούς, γιατί είναι δύσκολο να τοποθετήσει μόνος του ένας όλα αυτά τα ξύλα μαζί με τα στεφάνια, δηλαδή να στήσει ένα βαρέλι. Έχοντας ένα στεφάνι στην αρχή για να γίνει το στήσιμο, τοποθετούσαν την πρώτη ντούγα έπειτα δίπλα της την άλλη και συνέχιζαν να κολλούν τις ντούγες ακολουθώντας το κυκλικό του στεφανιού και έτσι συμπληρώνονταν ο γύρος του βαρελιού. Ανάμεσα στις δύο ντούγιες έβαζε ψαθί, όπως αυτό που χρησιμοποιούσαν οι καρεκλάδες, που με το βρέξιμο φούσκωνε και έκλεινε τα κενά. Έβαζε τον πάτο και χάραζε μια στρογγυλή αυλακιά στο κάτω μέρος της σανίδας ως υποδοχή για να στερεώνονται καλύτερα και να δένουν μεταξύ τους. Όταν έφτανε στο πάνω μέρος πριν καλά βάλει το τελευταίο στεφάνι έβαζε και τον άλλο πάτο και χτυπώντας το στεφάνι έσφιγγε, «δενόταν» το βαρέλι. Το βαρέλι ήταν έτοιμο. Τελευταία του έκανε μια τρύπα στο κάτω μέρος του μπάζου για να τοποθετήσει την κάνουλα. Στο πάνω μέρος από την κάνουλα άνοιγε τον πύρο, που ήταν χρήσιμος για να δοκιμάζει το κρασί, χωρίς να ανοίγει το βαρέλι. Σε μια πλευρά του βαρελιού ανοιγόταν μια καλή τρύπα για να μπορεί να γεμίζει το βαρέλι. Αφού τελειώσει το βαρέλι για να γίνει όμορφο χρειάζεται το φινίρισμα, το οποίο γίνεται με μια στρογγυλή πλάνη για να γίνει λείο.
Βαρέλια συναντούσαμε σε όλες τις κατοικιές, στα υπόγεια των σπιτιών, στα κελάρια, στα μπακάλικα, στις ταβέρνες, στα οινοποιία, στα μεταφορικά καΐκια που φόρτωναν από τα οινοποιεία σε τεράστια βαρέλια πεντακοσίων οκάδων τα λεγόμενα «μπόμπες» για να μεταφέρουν το μούστο εκτός νησιού. Λίγο πριν την εποχή του τρύγου τα βαρέλια κάνανε παρέλαση στην παραλία, που τα πήγαιναν για να τα καθαρίσουν και να τα βρέξουν για να σφίξουν οι ντούγες.
Αναλογίζοντας το παρελθόν, τα χρόνια τα δύσκολα, να θυμηθούμε βαρελάδες που αναφέρονται σε εκλογικούς καταλόγους. Στις Λεύκες οι Νικόλαος Καντιώτης, Μάρκος Μοστράτος, Μάρκος Ζουμής. Στη Μάρπησσα οι Ιωάννης Άγουρος, Γεώργιος Τζότης. Στη Νάουσα οι Ιωάννης Ευριπιώτης, Στέφανος Κύπριος. Στην Παροικιά οι Δομένικος Βέτας, Ιωάννης Γάτος, Ηλίας Τσαμαζής, Νικόλαος Τσουκαλάς (1895), Πέτρος Καρποδίνης (1903), Κωνσταντίνος Καρποδίνης (1928).
Χριστόδουλος Α. Μαούνης