Η Λευκιανή φιλοξενία (1ο μέρος) | Του Ευαγ. Ν. Καστανιά

Ξένους ξένιζε, και συ γαρ ξένος γ’ έση (Τους ξένους να φιλοξενείς γιατί και συ κάποτε θα είσαι ξένος). Μένανδρος 4ος αι. π.Χ.

Αθήνα τη 8/4/68

Αγαπητέ και φίλτατε, κι εξάδελφε Λυκούργο 

από εδώ και στο εξής θε να σε λέω πανούργο

γιατί όπως κατάλαβα απ’ το μηχανισμό σου

πανούργο είν’ αληθινά αυτό το άτομό σου  

παντού τα πάντα κυνηγάς εις όλα είσαι μέσα

και όλα τα τακτοποιείς λες κι είσαι καμιά πρέσα

έτσι και μένα φίλτατε μου φέρθηκες εντάξει

κι ό,τι σε παρακάλεσα το έκανες με τάξη.

Και τώρα είμαι υπόχρεος πολύ απέναντί σου

που μπήκα μες στο σπίτι σου από την απαντή σου

Κι έφαγα κι ήπια μ’ όρεξη κι ευφράνθη η καρδία

Απ’ τα πολλά τα φαγητά που είχες εσοδεία

Όπως ο φάβας φερ’ ειπείν και το καυτό κρεμμύδι

και οι ελιές οι πράσινες και τόσα άλλα είδη

ιδίως το μαύρο το κρασί το αλμυρό τυρί σου

δε θα τα εύρεις πουθενά ούτε σε σπίτι Κροίσου

Μα πιο πολύ αγαπητέ η όρεξη, το κέφι

και η ανοικτή καρδιά που μέσα νιάτα τρέφει

Και τώρα στη Μητέρα σου καθώς και στον Πατέρα

τα σέβη την αγάπη μου. και εις την Περιστέρα

ένα μεγάλο ευχαριστώ που τόσο της ανήκει

στην πάντοτε χαρούμενη μ’ αγάπη Κλεονίκη

Και εύχομαι η άνοιξη που τώρα ξεφαντώνει

τα χρόνια σας όσο μπορεί πολύ να τα τεντώνει

να γίνονται πιο μακριά απ’ ό,τι η μοίρα θέλει

και μες στο σπίτι να ’χετε (;) υγεία, γέλιο, μέλι

Και όχι πίκρες και καημοί και βάσανα και πόνοι

να Βασιλεύει η χαρά αυτή μόνο και μόνη

Με πολύ Αγάπη και εκτίμηση

Αντώνης Εμμ. Γαϊτάνος

Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Αντ. Γαϊτάνος, όταν επέστρεψε στην Αθήνα από ένα ταξίδι «αστραπή» που πραγματοποίησε στη γενέτειρά του τις Λεύκες και το έστειλε στο φίλο κι εξάδελφό του (όπως γράφει), Λυκούργο Χανιώτη.

Ο Λυκούργος, που τότε ήταν και γραμματέας στην κοινότητα των Λευκών -του οποίου το όνομα αναφέρουμε και σε προηγούμενα σημειώματά μας που έχουν δημοσιευθεί στα «ΠΑΡΙΑΝΑ» και κυρίως στο τεύχος 150- το έστειλε σε μένα στις 26 Μαρτίου του 2000, συνημμένο σε μια επιστολή μαζί με πολλά άλλα θέματα. Στην επιστολή του ο Λυκούργος, μεταξύ των άλλων, διευκρινίζει και το λόγο για τον οποίο ο Αντώνης του έστειλε το ποίημα. Αναφέρει λοιπόν ότι, ο Αντώνης είχε πάει το χειμώνα εκείνο στις Λεύκες για να ρυθμίσει κάποια εκκρεμή θέματα που είχε, με την προσδοκία ότι θα ήταν δυνατή η τακτοποίησή τους, μέσα στο χρονικό διάστημα που του επέτρεπε η απουσία του από την εργασία του στην Αθήνα. Η διευθέτηση όμως των υποθέσεών του, αποδείχτηκε ότι απαιτούσε χρόνο τον οποίο ο Αντώνης δε διέθετε, γιατί έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα. Αναγκάστηκε λοιπόν να παρακαλέσει τον Λυκούργο, ο οποίος και τον φιλοξένησε στο πατρικό του σπίτι, να αναλάβει να φέρει εις πέρας όσα από τα ζητήματα παρέμειναν σε εκκρεμότητα, και εκείνος αναχώρησε για την Αθήνα.

Και όταν ο Λυκούργος με επιστολή του, τον πληροφόρησε ότι όλα πήγαν κατ’ ευχήν και τακτοποιήθηκαν  με κάθε λεπτομέρεια, ο Αντώνης Γαϊτάνος, που διετέλεσε για χρόνια Συνδιευθυντής και αργότερα Διευθυντής και εκδότης της Εφημερίδας «ΦΩΝΗ της ΠΑΡΟΥ», γνωστό πειραχτήρι και χωρατατζής, αισθάνθηκε μεγάλη υποχρέωση στον Λυκούργο και θεώρησε σκόπιμο να του εκφράσει τις ευχαριστίες του «ποιητικώ τω τρόπω», μιας και διέθετε και το χάρισμα του ποιητή. Κι αφού στην αρχή του ποιήματός του αστειεύεται, όπως συνήθως έκανε, με τον εξάδελφό του τον Λυκούργο, του οποίου ακολούθως επισημαίνει και αποδέχεται τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες που τον διέκριναν, αναφέρεται στη συνέχεια και περιγράφει με παραστατικό και γλαφυρό τρόπο, την εξαιρετική φιλοξενία που του πρόσφερε ο Λυκούργος στο πατρικό του σπίτι, κατά την παραμονή του στις Λεύκες (τότε ο Λυκούργος ζούσε στο ίδιο σπίτι με τους ηλικιωμένους πια γονείς του, τον πατέρα του μπαρμπ’- Αντώνη το φούρναρη και τη μητέρα του θεια-Χρυσούλα, καθώς και με τη μικρότερη αδελφή του). Η περιγραφή από τον Αντώνη της φιλοξενίας που έτυχε από την οικογένεια του Λυκούργου, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της Λευκιανής φιλοξενίας, που ήταν βέβαια ανάλογη και με την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κάθε σπιτικό.

(συνεχίζεται)

Ευάγγελος Νικ. Καστανιάς