Παριανές Μνήμες: «Η ζωή ενός στρατιώτου» (Ιταλική κατοχή)

PARIANES_MNHMES.JPG

Απόσπασμα από τη ζωή του Αντιστράτηγου Ιωάννη Θ. Καραβία, όπως τη διηγείται στο βιβλίο του «Η ζωή ενός στρατιώτου».

ΚΑΤΟΧΗ

Μετά την κατάληψη της Ελλάδος υπό των Γερμανών και τη διάλυση του Ελληνικού Στρατού, αναχώρησα διά Πάρο τας αρχάς Ιουνίου 1941, όπου διέμενε η οικογένεια μου. Παρέμεινα εκεί μέχρι του Σεπτεμβρίου, οπότε πληροφορήθηκα από καπεταναίους των Παριανών καϊκιών, τα οποία έκαναν την συγκοινωνία Πάρο-Πειραιά, διότι άλλα μέσα δεν υπήρχαν, ότι κυκλοφορεί φήμη εις τον Πειραιά και ηκούσθη από ραδιοφωνική εκπομπή του Λονδίνου κρυφίως, η οποία ανέφερε, ότι συγκροτείται στρατός εις την Μ. Ανατολή υπό του Συντ/ρχη Τσιγάντεν Σβ. και ότι Αξ/κοί από τα παράλια της Αττικής και Ευβοίας διαφεύγουν εις Μ. Ανατολή. Αποφάσισα να αναχωρήσω με καΐκι δια τον Πειραιά, με σκοπό να καταφύγω εις Μ. Ανατολή για να καταταγώ εις τον Στρατό και να συνεχίσω τον πόλεμο, τον Σεπτέμβριο του 1941.

Κατά το διάστημα της τριμήνου παραμονής μου εις την Πάρο, μια ημέρα πήγα με τον πενταετή υιό μου Θεόδωρο εις το μοναδικό φαρμακείο Αυλήτου Ανδρέα δια να του κάμω εμβόλιο. Κατά τύχη μέσα στο φαρμακείο ευρίσκετο η γερμανικής καταγωγής κ. Πολυγένους, σύζυγος Γενικού Γραμματέως του κατοχικού Υπουργείου Παιδείας. Η κ. Πολυγένους μετά του συζύγου της ήταν εξόριστος επί Μεταξά μέχρι της κατοχής, εις Πάρο διά γερμανική κατασκοπεία. Όταν εισήλθον εις το φαρμακείο μου είπε: «ξέρετε ο Κωστάκης γίνεται Υπουργός, υπονοούσε τον φίλο της Στρατηγό Πλατή Κων/νο. Αμέσως της απάντησα θυμωμένος «και σαν τον κάνουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κάτι τρέχει στα γύφτικα», πήρα το παιδί μου αμέσως χωρίς να του κάνω εμβόλιο και έφυγα. Το ίδιο βράδυ καθόμουν σε ένα καφενείο της παραλίας και η ανωτέρω κυρία ήλθε και έκατσε εις το ίδιο καφενείο. Εγώ επιδεικτικώς της γύρισα τα οπίσθια μου και ακούσθηκε η κυρία να λέει «θα τον διορθώσω εγώ αυτόν». Το έκανα αυτό όχι από αγένεια, αλλά επειδή κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία, η Πολυγένους επισκέφτηκε το σπίτι μου στη Πάρο και είπε στη σύζυγο μου: «μη στενοχωριέστε κ. Καραβία, σε λίγες ημέρες ο σύζυγος σας θα είναι εδώ, γιατί ο Ελληνικός στρατός δεν θα μπορέσει να κρατήσει παραπάνω από 3-4 ημέρες». Η Ελληνίδα σύζυγος μου της απάντησε: «περίμενε και θα ακούσεις τα μαντάτα, ο Ελληνικός στρατός θα πετάξει τους Ιταλούς στη θάλασσα. Δεν περίμενα από σας μια σύζυγο Έλληνος να έλθετε στο σπίτι μου να μου πείτε τέτοια λόγια». Η κυρία αναχώρησε ντροπιασμένη.

Στην Αθήνα την 10ην Οκτωβρίου 1941 κατά την 10ην νυκτερινή υπό βροχή πήγαινα στο σπίτι μου επί της οδού Δαμάρεως 58 στο Παγκράτι μαζί με τον Παριανό Ανθυπολοχαγό Δρακάκη Γεώργιο. Τη στιγμή που άνοιγα την πόρτα μας περικυκλώνουν οπλισμένοι οκτώ άνδρες. Με πλησιάζει ο αστυνόμος Γεωργακόπουλος και μου ζητάει να τον ακολουθήσω στην Ασφάλεια. Του απάντησα ότι δεν έχω καμία δουλειά στην ασφάλεια και εκείνος μου είπε επιτακτικός: «κύριε Καραβία θα μας ακολουθήσετε, διότι αλλιώς έχω εντολή να σας εκτελέσω επί τόπου».

- «Εντάξει του λέω μόνο μισό λεπτό να αφήσω τα κλειδιά μέσα και έρχομαι αμέσως». Δεν είχε όμως αντιληφθεί ότι το σπίτι είχε πίσω αυλή, από την οποία πήδησα τον μαντρότοιχο και πέρασα στη διπλανή οικία, απ’ όπου και διέφυγα. Τράβηξα προς τον Ιλισσό στην οικία του Ταγ/ρχη Πυρ/κού Ρούσσου Γεώργιου, ο οποίος με πληροφόρησε ότι, σήμερα το πρωί πήρε τηλέφωνο η Πολυγένους και ρωτούσε τη σύζυγο του τη διεύθυνση μου. Της απάντησε ότι δεν θυμόταν. Προφανώς θα την έμαθε από το Αστυνομικό τμήμα του Παγκρατίου και ενημέρωσε την Ασφάλεια. Διότι όπως έμαθα εκ των υστέρων η κυρία αυτή με κατήγγειλε στο Γερμανικό Φρουραρχείο ότι βρίζω τις Γερμανικές και Ιταλικές αρχές, καθώς και την Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Το Γερμανικό Φρουραρχείο έδωσε εντολή στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου να με συλλάβουν και να με παραδώσουν στους Γερμανούς. Συνεπώς καλώς διέγνωσα την ώρα εκείνη εις το σπίτι μου, ότι πρέπει ζωντανός ή πεθαμένος να φύγω.    

Επιμέλεια: Χριστόδουλος Α. Μαούνης