Παριανές Μνήμες: Τα κουρεία
/– Ρε πως σ’ έκανε έτσι, σα γλόμπος είναι το κεφάλι σου! Και να σφαλιάρα για το «με γεια», κολλούσε δε θα πει τίποτα! Το μαρτύριο των παιδιών και η χαρά του κουρέα να σε κουρεύει με τη «ψιλή», έβαζε τη μηχανή και θέριζε, μέχρι να φανούν όλα τα σημάδια από τα παιδικά χτυπήματα στο κρανίο.
- Σε παρακαλώ κυρ Γιώργη πάρτα με το ψαλίδι. Άσε μου και λίγες οφέλιες. - Φωνάζει ο δάσκαλος, έλεγε. Κούρεμα «γουλί», κούρεμα με τη «ψιλή», επέβαλαν οι δάσκαλοι στους μαθητές για να προφυλάσσονται από τις ψείρες.
- Δεν άντεξα άλλο, την επόμενη χρονιά, άλλαξα κουρέα με τη συμφωνία ότι θα με κουρεύει με το ψαλίδι. Άλλαξαν και τα χρόνια και σιγά-σιγά κατάφερα να έχω και φράντζα. Ευχάριστη ανάμνηση η μυρωδιά του ταλκ και η κολόνια στο τέλος της περιποίησης.
Σημείο συνάντησης τα κουρεία, εδώ έρχονται οι άντρες για να μάθουν τα νέα της ημέρας και να κουβεντιάσουν με τους φίλους τους, καθιερώνοντας την επίσκεψή τους αν όχι σε καθημερινή, σίγουρα σε εβδομαδιαία συνήθεια. Ο κουρέας ήταν και είναι ο εξομολογητής, κάνει κουβέντα και μαθαίνει τα πάντα από τους πελάτες, όλες τις ειδήσεις, όλα τα κουτσομπολιά. Αλλά κι ο κάθε πελάτης έχει τη δυνατότητα να μάθει τα νέα της ημέρας. Ο κουρέας είχε ειδικότητα σε όλα τα θέματα, πολιτικά, οικονομικά, αθλητικά, κοινωνικά κ.ά. Το κουρείο έμοιαζε με μικρή Βουλή!
Σχολές για κουρείς δεν υπήρχαν τα παλιά χρόνια, ήταν όλοι τους εμπειροτέχνες. Η τέχνη του κουρέα έμενε συνήθως παρακαταθήκη από τον πατέρα στον γιο. Αν κάποιος δεν είχε κληρονομήσει το επάγγελμα από τον γονιό του κι ήθελε να ανοίξει κουρείο, το καλύτερο σχολείο εκμάθησης της τέχνης ήταν ο στρατός. Όταν παρουσιαζόταν, δήλωνε κουρέας. Έτσι μάθαινε πρακτικά στα κεφάλια των φαντάρων. Ύστερα από δυο χρόνια θητείας είχε μάθει πια να κουρεύει, «στου κασίδη το κεφάλι». Όταν απολυόταν, άνοιγε δικό του κουρείο έμπειρος πλέον! Έπειτα από χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται σχολές για κουρείς και κομμώτριες όπως του Αμάραντου, κ.α.
Ο κουρέας, πάντα καλοντυμένος φορούσε το κουστούμι του και απ’ έξω τη λευκή μπλούζα με μακριά μανίκια, θύμιζε γιατρό και εκτελούσε εν μέρει κάποια χρέη του, όπως να κόβει βεντούζες, να βγάζει δόντια, να κάνει καυτηριασμούς, κ.α. Υπήρχε και το «τσιράκι», ο μικρός βοηθός ο οποίος καθάριζε τον σβέρκο και τα ρούχα του πελάτη με τη βούρτσα και σκούπιζε το κουρείο. Το κούρεμα και το ξύρισμα ήταν φτηνό κι όλοι πήγαιναν στα κουρεία. Ο κουρέας ήταν έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του ακόμη και σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν, όπως ασθενείς ή ηλικιωμένους. Είχε πάντα έτοιμο το φορητό βαλιτσάκι του με τα απαραίτητα σύνεργα, ξυράφι, σαπούνι, τσατσάρες, πινέλο κι άλλα πολλά. Έδινε την ευχαρίστηση και την ανακούφιση που νιώθει κανείς, όταν έχεις καθαρό κεφάλι και καλοξυρισμένο πρόσωπο.
Ο καθένας είχε τον προσωπικό του κουρέα, τον οποίον δεν άλλαζε, καθώς ήταν αυτός ο οποίος ήξερε επακριβώς τις ανάγκες του, μέχρι και τη φορά των γενιών του για να χειρίζεται το ξυράφι έτσι ώστε να μην τον κόψει. Φανταστείτε καταστροφή για αυτόν, όταν του χαλούσε τη «μόστρα» η οποία του καθόριζε τη μαγκιά, την ύπαρξή του στην κοινωνία! Το μεγαλύτερο ποσοστών των ανδρών είχαν μουστάκι. Άνδρας χωρίς μουστάκι δεν ήταν άνδρας. Το μουστάκι μπορεί να είναι παχύ, λεπτό, να ’χει τις άκρες σηκωμένες ή κατεβασμένες, να καλύπτει μόνο το κέντρο του άνω χείλους, να είναι κοντοξυρισμένο ή να έχει μακριές τρίχες. Τη δεκαετία του 1970 επικρατούσε η μόδα της φαβορίτας. Ο κουρέας ήταν ενήμερος για την τάση της εκάστοτε μόδας.
Τα σύνεργα του κουρέα ήταν λευκά εμαγιέ, μία δερμάτινη λουρίδα (λαδάκονα) όπου ακόνιζαν το ξυράφι (την κάμα), ένα λευκό σεντόνι (η σινδόνη) το οποίο έβαζε στο στήθος του πελάτη και το έδενε στον λαιμό του για προστασία από τις τρίχες, τα ξυράφια, τα ψαλίδια, η βούρτσα, το πινέλο, το σαπούνι (τριμμένο το έριχνε στο δοχείο και το αραίωνε με ζεστό νερό), το σαπουνοδοχείο, το καφτίρι για το κόψιμο, το χτένι, οι τσατσάρες με τα αραιά και χοντρά δόντια για τα πολλά μαλλιά και με τα ψιλά δόντια για τα λίγα μαλλιά, μία μηχανή χειροκίνητη και μετά ηλεκτρική για το χοντρό κούρεμα και μια άλλη για το ψιλό, η μπριγιαντίνη ή μπριγιόλ για το γυάλισμα, το ταλκ το οποίο έβαζαν στον σβέρκο, καθώς επίσης και το σκεύος της κολόνιας. Για το στέγνωμα χρησιμοποιούσαν ζεστές πετσέτες και έπειτα εμφανίστηκε το ηλεκτρικό μπιστολάκι. Ο κουρέας ανελλιπώς καθάριζε τα εργαλεία του με οινόπνευμα για απόλυτη απολύμανση. Η θέρμανση γινόταν από τη σόμπα, πάνω στην οποία υπήρχε ένα τσαγερό για να ζεσταίνουν το νερό για το ξύρισμα. Τον χειμώνα οι κουρείς μετά το ξύρισμα έβρεχαν μια πετσέτα με ζεστό νερό και έκαναν μασάζ στο πρόσωπο του πελάτη.
Η διαρρύθμιση του χώρου του κουρείου περιλάμβανε έναν μεγάλο καθρέφτη από τη μια άκρη του τοίχου έως την άλλη, το θρόνο, δηλαδή τις φαρδιές πολυθρόνες. Σε μια γωνία υπήρχε μια βιτρίνα με τζάμι και ράφια. Στα ράφια αυτά υπήρχαν διάφορα μπουκαλάκια ή μεγάλες γυάλες με κολόνιες, είδη βαφών, μυρωδικά έλαια, πούδρες και μπριγιόλ. Χαρακτηριστικό στοιχείο σε ένα κουρείο ήταν και το κλουβί με το πουλί, συνήθως καρδερίνα, με σκοπό την ψυχαγωγία των πελατών, και φυσικά το ραδιόφωνο για να μαθαίνουν τα νέα.
Στην Παροικιά τα κουρεία ήταν απλωμένα στην κεντρική αγορά, ξεκινώντας από το κουρείο του Φαφούτη απέναντι από τον φούρνο του Ραγκούση, λίγο πιο πάνω του Αντώνη Εμ. Πατέλη (1924) και απέναντι του Γιώργου Μαούνη, κάτω από την οικία Δαμία, του Σταμάτη Κοντού, που άνοιγε μόνο Σαββατοκύριακο, απέναντι από το χρυσοχοείο του Δενέγρη, ήταν του Θεόδωρου Καντιώτη (1893), στη συνέχεια, του «Απογιού» Γεωργίου Μαύρη (1917), Γερασίμου Μαύρη (1920), Αναστάση Μαύρη (1925) και Νίκου Μαύρη «Ξίδης», στη Αγία Ελεούσα ο Νίκος Λομβάρδος, εκατό μέτρα πιο κάτω του Ιωάννη Καντιώτη (1923), που διατηρείτε σήμερα ως μουσειακός χώρος, του Φραγκίσκου Καντιώτη (1927), του Μανώλη Δαμασκηνού (1925) «Βαράος», του Γεώργιου Δαμασκηνού (1927) και τέλος του Ανδρέα Πατέλη «Μουγκός» στη «Φράγκα Σκάλα». Το 1847 του Κωνσταντίνου Γαβαθιώτη, του Γεωργίου Ζόμπα, του Ιωάννη Αλεβιζάκη, του Αντώνη Πατέλη (1924), του Αντωνίου Δαφερέρα (1920). Στη Νάουσα το κουρείο του Ζέππου Τριαντάφυλλου. Στη Μάρπησσα το κουρείο του Λεοντή Παντελαίου.
Με τις υγείες σας
Πηγές: Αρχείο Χριστόδουλου Μαούνη, με τη συνδρομή του Δημήτρη Ντόλκα.
Χριστόδουλος Α. Μαούνης