Η «Πιπίνα» του Δεσποτικού στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου

Το ακατοίκητο νησί Δεσποτικό βρίσκεται δεκατρία ναυτικά μίλια δυτικά της Πάρου. Η ανατολική ακτογραμμή του απέχει σχεδόν μισό μίλι από την παραλία του Αγίου Γεωργίου, στη νοτιοανατολική ακτή της Αντιπάρου. Το πλήθος και η σηµασία των αρχαιολογικών θέσεων έχουν καταστήσει πλέον το νησί αρχαιολογικό χώρο ύψιστης σημασίας και απολύτου προστασίας, αφού εκεί, μετά από σχεδόν 22 χρόνια ανασκαφών (υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Γ. Κουράγιου), έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο αρχαϊκό ιερό, αφιερωμένο στον Απόλλωνα.

Η αποκάλυψή του άλλαξε ραγδαία το αρχαιολογικό τοπίο των Κυκλάδων, αφού πρόκειται για ένα άγνωστο µέχρι πρότινος κυκλαδικό ιερό, η έκταση και ο πλούτος του οποίου μπορούν να συγκριθούν μόνο με το ιερό της Δήλου.

Πυρήνας του ιερού είναι το τέμενος. Τα πιο σημαντικά και καλύτερα σωζόμενα κτίρια του ιερού είναι ο ναός και το τελετουργικό εστιατόριο που δεσπόζουν στη δυτική πλευρά του τεμένους. Η ανασκαφή τους έφερε στο φως μεγάλο αριθμό αντικειµένων ‒σχεδόν 650‒ κυκλαδικής, κορινθιακής, αττικής, ανατολικο-ιωνικής, κυπριακής, συριακής και αιγυπτιακής προέλευσης.

Τα περισσότερα χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.), ενώ αποκαλύφθηκαν και λίγα αγγεία της γεωμετρικής περιόδου (8ος αι. π.Χ). Ανήκουν σε συνήθεις τύπους αναθημάτων που συναντώνται στα περισσότερα αρχαϊκά ιερά του ελλαδικού χώρου (Δήλος, Πάρος, Κύθνος, Θάσος, Σάμος, Ρόδος κ.α.) και της Ανατολής. Τα περισσότερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου.

Το σηµαντικότερο από τα ευρήµατα που βρέθηκαν στον ναό, όμως, είναι το άνω τµήµα μεγάλου δαιδαλικού ειδωλίου γυναικείας μορφής, η «Πίπινα», όπως τη βαφτίσαμε με ένα από τα δημοφιλέστερα αντιπαριώτικα ονόματα. Σώζεται µόνο το άνω µέρος του κορµού, από τη µέση και πάνω, με το κεφάλι, ύψους 0,25 µ. Το ειδώλιο φέρει στο κεφάλι πόλο (ιερατικό καπέλο) που σώζεται τμηματικά και έχει µακριά κόµη που αποδίδεται με ζωγραφική διακόσµηση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι πολύ ζωντανά. Τα μεγάλα ζωγραφιστά μάτια της μας «μίλησαν» αμέσως μόλις έφυγε από πάνω τους το χώμα τόσων αιώνων. Δεν σώζεται κάποιο θραύσµα από το κατώτερο τµήµα του ειδωλίου, χρησιµοποιώντας όµως ως συγκριτικά παράλληλα τους κυλινδρικούς κάτω κορμούς δύο πήλινων ειδωλίων που βρέθηκαν στο Κάστρο της Σίφνου και προέρχονται από εργαστήρια της Πάρου και της Νάξου, υποθέτουµε ότι το κάτω µέρος της µορφής του Δεσποτικού ήταν επίσης κυλινδρικό. Από τα στυλιστικά χαρακτηριστικά του χρονολογείται γύρω στο 675-650 π.Χ. και αποδίδεται σε Παριανό καλλιτέχνη, ίσως του ίδιου εργαστηρίου που παρήγαγε τις περίφημες υδρίες που βρέθηκαν στον «βόθρο της καθάρσεως» στη Ρήνεια, το νησάκι απέναντι από τη Δήλο. Φαίνεται πως οι πρωτοπόροι Παριανοί αγγειογράφοι µετέφεραν τη µέθοδο διακόσµησης των υδριών στο ειδώλιο, δηµιουργώντας ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, το οποίο αντανακλά τη δηµιουργική διαδικασία των παριανών εργαστηρίων των µέσων του 7ου αι. π.Χ.

Tο ειδώλιο του Δεσποτικού χρονολογείται γύρω στο 675-650 π.Χ. και ταυτίζεται µε το πρωιµότερο λατρευτικό είδωλο του ιερού. Λόγω μεγέθους, ποιότητας και εικονογραφικών χαρακτηριστικών ταυτίζεται µε το πρωιµότερο λατρευτικό είδωλο του ιερού και ίσως αναπαριστά τον θεό Απόλλωνα.

Είναι ένα από τα πιο πολυταξιδεμένα ευρήματα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου, αφού έχει ταξιδέψει σε μεγάλες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Κίνα 2004, Μόσχα 2017, Θεσσαλονίκη 2019 κ.α.).

Επιμέλεια: Γιάννης Πανταζόπουλος