Πάρος: Ποια βία θα «καταγράψουν» οι κάμερες στα σχολεία;

Η συζήτηση στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο για την τοποθέτηση καμερών στις σχολικές μονάδες άνοιξε, στην πραγματικότητα, ένα πολύ σοβαρό και σύνθετο κοινωνικό ζήτημα, το οποίο δεν απαντήθηκε με την τελική απόφαση.

Το ζήτημα αυτό είναι η παραβατικότητα των ανηλίκων.

Με μια λογική «Πόντιου Πιλάτου», η πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων δείχνει να θεωρεί ότι το πρόβλημα λύθηκε. Με την απόφαση αυτή, όμως, η ευθύνη μετατίθεται ουσιαστικά στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς, ενώ οι αιτίες που παράγουν το κοινωνικό φαινόμενο παραμένουν ανέγγιχτοι. Δεν επιχειρείται ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτιών που γεννούν την παραβατικότητα, ούτε λαμβάνονται μέτρα –στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης– που θα μπορούσαν να τη μετριάσουν.

Η κατεύθυνση της εισήγησης και της τελικής απόφασης μόνο τυχαία δεν είναι. Αποκρύπτει τη διαχρονική κρατική ευθύνη για την απουσία κοινωνικών πολιτικών πρόληψης και στήριξης των νέων. Πολιτικών, που όπως μας λένε, έχουν κόστος και για τον λόγο αυτό, δεν εντάσσονται στους οικονομικούς σχεδιασμούς των τελευταίων ετών. Έτσι, το πρόβλημα «χρεώνεται» εύκολα στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς, ενώ οι πολιτικές που το γεννούν μένουν στο απυρόβλητο.

Η νεανική παραβατικότητα δεν εμφανίζεται στο κενό. Είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που σπρώχνει τους νέους στην ανασφάλεια και την απόγνωση, μέσα από τη φτώχεια, την ανεργία και τις κοινωνικές ανισότητες που βιώνουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Είναι το αποτέλεσμα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δύο ταχυτήτων, που δεν καλλιεργεί προσδοκίες για το μέλλον, αλλά εκπαιδεύει στον ατομισμό και την επιβίωση χωρίς απαιτήσεις, χωρίς διεκδικήσεις.

Όταν τα παιδιά στιγματίζονται και στοχοποιούνται από αντιεκπαιδευτικές πολιτικές, γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχουν «επικίνδυνα παιδιά». Υπάρχουν παιδιά που κινδυνεύουν – είτε να γίνουν θύματα είτε να μετατραπούν σε θύτες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η απάντηση δεν μπορεί να είναι περισσότερη αστυνόμευση, κάμερες στα σχολεία, αυστηρότερες ποινές και πειθαρχικά μέτρα. Ούτε πρόχειρες «μεταρρυθμίσεις» για επικοινωνιακή κατανάλωση. Τέτοιες επιλογές δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, απλώς το μεταθέτουν.

Η πραγματική λύση βρίσκεται σε ένα σχολείο που θα μορφώνει και δεν θα εξοντώνει. Σε μια κοινωνία που θα προσφέρει στους νέους ελπίδα, προοπτική και λόγους να ονειρεύονται. Σε έναν κόσμο όπου οι νέοι δεν θα αντιμετωπίζονται ως απειλή, αλλά ως δύναμη δημιουργίας και προόδου. Η επιθετικότητα των ανηλίκων συνδέεται άμεσα με τη γενικευμένη βία της καθημερινότητας. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον κοινωνικής πίεσης και ανασφάλειας, το οποίο εντείνεται όσο επιδεινώνονται οι συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες οικογένειες.

Βία είναι να βλέπουν τους γονείς τους να παλεύουν καθημερινά για την επιβίωση.

Βία είναι η διαρκής αγωνία της οικογένειας για τα χρέη, τη φορολογία, τη διατήρηση μιας επιχείρησης ή μιας θέσης εργασίας.

Βία είναι να συνειδητοποιούν ότι οι θυσίες δεν οδηγούν σε μια καλύτερη ζωή, την ώρα που οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται.

Βία είναι, επίσης, η στέρηση: όταν τα χρήματα δεν επαρκούν για βασικές ανάγκες, όταν οι διακοπές θεωρούνται πολυτέλεια και η πρόσβαση στον αθλητισμό και τον πολιτισμό γίνεται προνόμιο. Αυτές οι συνθήκες εξηγούν γιατί ένα σημαντικό ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού εμφανίζει ψυχικές διαταραχές που συνδέονται με επιθετικές συμπεριφορές και γιατί η αυτοκτονία αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου στην Ευρώπη για τις ηλικίες 15–29 ετών.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται η βία του διαδικτύου, η ρατσιστική και οπαδική βία, αλλά και η ενδοοικογενειακή βία, στις οποίες εκτίθενται καθημερινά οι ανήλικοι. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η καλλιέργεια μιας «κουλτούρας πολέμου», όταν ζητείται από τα νέα παιδιά να αποδεχθούν ως κανονικότητα την πιο ακραία μορφή βίας: τον πόλεμο. Ένα πολιτικό περιβάλλον που νομιμοποιεί τη βία, φανερά ή υπόγεια, δεν μπορεί παρά να αναπαράγει αντίστοιχες συμπεριφορές.

Σ’ αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, η απόφαση για την τοποθέτηση καμερών στα σχολεία δεν αποτελεί απάντηση. Εκτός από αστυνομικού χαρακτήρα, είναι και πρακτικά αναποτελεσματική: η παραβατική συμπεριφορά δεν εξαφανίζεται με την επιτήρηση, απλώς μετατοπίζεται εκτός του οπτικού πεδίου της κάμερας.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι ποια μέτρα θα μπορούσε να λάβει πραγματικά το δημοτικό συμβούλιο.

Η ενίσχυση της ψυχολογικής και ψυχιατρικής υποστήριξης στα σχολεία, η στελέχωση με κοινωνικούς λειτουργούς, η χρηματοδότηση της ελεύθερης, χωρίς υποχρέωση οικονομικής συνδρομής, συμμετοχής των παιδιών σε αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, η δημιουργία χώρων άθλησης και δημιουργίας, η κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών και η ουσιαστική φύλαξη των σχολικών κτηρίων αποτελούν παρεμβάσεις με πραγματικό κοινωνικό αποτύπωμα.

Το επιχείρημα του «κόστους» προβάλλεται συχνά ως ανυπέρβλητο εμπόδιο. Όσο όμως η ζωή και το μέλλον των παιδιών αντιμετωπίζονται ως δαπάνη και όχι ως επένδυση, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Η ευθύνη της κρατικής μέριμνας δεν μπορεί να είναι στο απυρόβλητο και να ζητάμε από τους γονείς, εκπαιδευτικούς να υποκαταστήσουν το κράτος.

Η ευθύνη όλων, εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών είναι να απαιτήσουν την αλλαγή αυτής της πολιτικής. Γιατί μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά και τους νέους δεν είναι πολυτέλεια. Είναι δικαίωμα.

Οι τοποθετήσεις

Στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Πάρου για την τοποθέτηση καμερών παρακολούθησης στο Γυμνάσιο Πάρου, το σώμα του δημοτικού συμβουλίου διασπάστηκε και έτσι, το τελικό αποτέλεσμα ήταν 9-7 υπέρ!

Άλλοι σύμβουλοι της πλειοψηφίας ψήφιζαν αρνητικά και άλλοι σύμβουλοι της αντιπολίτευσης ψήφιζαν θετικά και άλλοι σύμβουλοι τη στιγμή της ψηφοφορίας επέλεξαν να βρίσκονται εκτός αίθουσας! Κι αυτό διότι ήταν φανερό ότι δεν υπήρξε εμβάθυνση ανάλυσης για το θέμα, ενώ ορισμένοι θεωρούν ότι η τοποθέτηση καμερών στο να υπάρχει -και στα σχολεία- ο «μεγάλος αδελφός», είναι κάτι που έχει σχέση με ένα θέμα ελάσσονος σημασίας. Αυτό το γράφουμε διότι:

Όπως έγινε γνωστό –με τον επισημότερο τρόπο- στη συνεδρίαση, ήδη λειτουργούν κάμερες παρακολούθησης σε δύο σχολεία του νησιού μας. Συγκεκριμένα στο ΓΕΛ Πάρου και στο δημοτικό σχολείο Αρχιλόχου – Μάρπησσας!

Η τοποθέτηση καμερών στα δύο παραπάνω σχολεία έχει γίνει προφανώς αυθαίρετα, καθώς σε ερωτήσεις δημοτικών συμβούλων ότι «δεν έχει ληφθεί παρόμοια Απόφαση από το δημοτικό συμβούλιο» κι αν «υπάρχει άδεια από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα», δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία απάντηση από την πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου, Ιφ. Χατζηγεωργίου, παρότι η ίσια προΐσταται στο Λύκειο της Παροικιάς! 

Τι υποστήριξε η αντιπολίτευση

Ο επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης του δημοτικού συμβουλίου Πάρου, Μ. Κωβαίος, όπως υποστήριξε και την επόμενη ημέρα που ήταν καλεσμένος στο Parosvoice.com: «Γι’ αυτό το θέμα είμαι πραγματικά εξοργισμένος», δήλωσε.

Ακόμα, όπως είπε από νομικής άποψης, η Απόφαση αγνοεί την κείμενη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. «Η βιντεοσκόπηση δεν είναι εξ ορισμού αναγκαία εφόσον υπάρχουν άλλα μέσα για την επίτευξη του υποκείμενου σκοπού», ανέφερε και στη συνέχεια απαρίθμησε εναλλακτικές λύσεις: Τακτική περιπολία από την αστυνομία, τοποθέτηση φυλάκων (ακόμα και μερικής απασχόλησης), εγκατάσταση ειδικών κάγκελων ψηλού ύψους που εμποδίζουν την είσοδο, φώτα με αισθητήρες κίνησης και ειδικές μεμβράνες στα τζάμια για την πρόληψη γκράφιτι.

Ολοκληρώνοντας είπε: «Αλλά εμείς τι κάναμε; Το απλό. Δεν κάνουμε τίποτα από όλα αυτά γιατί έχουν διαδικασίες. Πολύ εύκολη η λύση με την κάμερα. Τι μήνυμα δίνουμε στους νέους πολίτες; Τους βάζουμε μια κάμερα που... περιορίζει την ανάπτυξη της ελευθερίας, της δημοκρατίας... Θα θεωρήσουν λοιπόν απόλυτα φυσιολογικό από μικρές ηλικίες ότι εμείς θα παρακολουθούμαστε. Θα είναι ο μεγάλος αδελφός πάντα από πάνω μας».

Ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Πάρου, Θ. Μαρινόπουλος -μεταξύ άλλων- υποστήριξε: «Συζητάμε μια πρόταση που, εκ πρώτης όψεως, εμφανίζεται ως τεχνικής φύσεως, δηλαδή την εγκατάσταση καμερών στους σχολικούς χώρους, με το επιχείρημα ότι θα λειτουργούν μόνο εκτός ωραρίου. Όμως δεν πρόκειται για τεχνικό ζήτημα. Πρόκειται για πολιτική επιλογή με σημαντικές παιδαγωγικές, κοινωνικές και θεσμικές συνέπειες».

Ακόμα, ο κ. Μαρινόπουλος είπε: Το σχολείο είναι χώρος εμπιστοσύνης, όχι επιτήρησης. Η παιδαγωγική έρευνα είναι ξεκάθαρη και λέει ότι τα παιδιά αναπτύσσονται καλύτερα σε περιβάλλον που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και στον διάλογο, όχι σε κουλτούρα επιτήρησης. Η επιτήρηση καλλιεργεί εξωτερική συμμόρφωση, όχι υπευθυνότητα. Υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι για την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα. Η εγκατάσταση καμερών στους σχολικούς χώρους δημιουργεί σοβαρούς θεσμικούς κινδύνους.

Ακόμα, ο κ. Μαρινόπουλος υποστήριξε ότι οι  κάμερες δεν αποτελούν πανάκεια. Δεν αποτρέπουν ουσιαστικά βανδαλισμούς, μπορούν να καλυφθούν, να καταστραφούν ή να παρακαμφθούν. Ολοκληρώνοντας είπε: «Αν σήμερα συμφωνήσουμε σε κάμερες που θα λειτουργούν μόνο εκτός ωραρίου, αύριο μπορεί να ζητηθούν κάμερες στις εισόδους. Μεθαύριο στους διαδρόμους. Και σε λίγο στις αίθουσες «για λόγους ασφάλειας». Η αυτοδιοίκηση πρέπει να βάλει σαφές πολιτικό όριο. Το σχολείο δεν είναι χώρος αστυνόμευσης».

Επίσης, ο δημοτικός σύμβουλος με τη Λαϊκή Συσπείρωση, Αναστάσης Γκίκας, χαρακτήρισε το μέτρο «αντιπαιδαγωγικό και δήλωσε: «Οι συνέπειες από την ύπαρξη και μόνο των καμερών στα σχολεία είναι πάρα πολύ σημαντικές και δεν πρέπει να παραγνωρίζονται ελαφρά τη καρδία. Είναι συνέπειες, που έχουν καταγγελθεί ξανά και ξανά από ενώσεις δασκάλων και καθηγητών πανελλαδικά ΟΛΜΕ ΚΑΙ ΕΛΜΕ». Αυτού του είδους οι συνέπειες, ανέφερε, επισημαίνονται και από το νομοθετικό πλαίσιο που συνοδεύει την εισήγηση του θέματος.

Υπογράμμισε πως το μέτρο των καμερών θεωρείται από τον νομοθέτη μόνο ως «ένα «ύστατο μέσο» κι αφού έχουν δοκιμαστεί κι αποτύχει άλλα μέτρα, τα οποία δεν έχουν δοκιμαστεί» κι αναφέρθηκε στον φωτισμό, τους σχολικούς φύλακες κ.ά.

Η νομική άποψη

Για το θέμα ο δικηγόρος στην Πάρο, Γεώργιος Γερανάκης, έγραψε:

«Από το Νεπάλ έως την Αγγλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, η νομική πτυχή της τοποθέτησης και λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης  (CCTV) σε δημόσιους χώρους έχει απασχολήσει Αρχές και κράτη. Το δικαιϊκό σύστημα καλείται από τις κυβερνήσεις να επουλώσει –δια της κραυγαλέας πολλές φορές διαστολής αόριστων νομικών εννοιών- πληγές της ίδιας της κοινωνίας που η πολιτεία αδυνατεί ή δεν θέλει να διορθώσει, π.χ. κίνηση στους δρόμους, ασφάλεια υποδομών, νεανική παραβατικότητα κλπ.

Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (GDPR), θέτει ορισμένους περιορισμούς στη χρήση CCTV, αν και έχει δεχτεί ήδη κριτική για κανονικοποίηση της παρακολούθησης πολιτών. Ειδικότερα όσον αφορά τους χώρους των δημόσιων σχολείων ή τις παιδικές χαρές, η βιβλιογραφία και οι Αρχές Προστασίας φαίνεται να μην προτείνουν την τοποθέτηση CCTV και όταν αυτό γίνεται θέτουν αυστηρούς όρους.

Στη Γερμανία προτάσσονται λιγότερο «επεμβατικά μέτρα». Στην Αγγλία οι έρευνες συσχετίζουν τη μείωση της εγκληματικότητας με βελτίωση του φωτισμού και τη φυσική διαμόρφωση των χώρων. Στη Σουηδία η τοποθέτηση CCTV σε σχολεία προϋποθέτει τουλάχιστον ένα προηγούμενο εγκληματικό συμβάν, ωστόσο καταγράφονται ήδη αντιδράσεις από μαθητές και γονείς που «κατέβασαν» τις κάμερες. 

Στην Ελλάδα, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επισημαίνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 ΓΚΠΔ, απαιτείται μελέτη Εκτίμησης Αντίκτυπου σχετικά με την Προστασία Δεδομένων, πριν εγκατασταθούν κάμερες σε σχολεία ή παιδικές χαρές καθώς και τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων.

Σε απόφαση της για περιστατικό στον Δήμο Παλλήνης αναφέρει: «Η εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρο σχολείου ή παιδικής χαράς, όπου δραστηριοποιούνται ανήλικοι, συνιστά καταρχήν προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ενώ θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμά τους στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται ακόμα και αν οι κάμερες βρίσκονται εκτός λειτουργίας, διότι δημιουργείται το αίσθημα ότι είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται ο πολίτης υπό παρακολούθηση». Ακόμα και στην περίπτωση μη λειτουργούντων καμερών, η Αρχή επισημαίνει: «η ύπαρξη εγκατεστημένων καμερών στο σχολικό κτίριο δημιουργεί στο κοινό την εύλογη πεποίθηση ότι αυτές λειτουργούν, με όσες συνέπειες προκαλεί η αίσθηση αυτή (ανάμεσα στις οποίες και το “chilling effect”)», σ.σ. δηλαδή αυτοπεριορισμός, «πάγωμα».

Όσον αφορά στα αποτελέσματα της βιντεοεπιτήρησης στην «παραβατικότητα» αυτά φαίνεται να είναι πενιχρά. Στην Αγγλία, όπου σε έρευνα του 2012 βρέθηκε 1 κάμερα ανά 38 μαθητές, σε σύνολο 1,8 εκ. μαθητών, η «παραβατικότητα»  στις σχολικές μονάδες δεν μειώθηκε από τα CCTV.

Έτσι διαβάζουμε στον The Guardian ότι «το πείραμα επιτήρησης των τελευταίων 20 χρόνων απέτυχε να μειώσει το έγκλημα ή να αναβαθμίσει την δημόσια ασφάλεια». Το British Crime Survey θεωρεί πιθανή-όχι σημαντική- την μείωση ορισμένων μορφών εγκληματικότητας, αλλά όχι στα σχολεία. Έρευνα για το CCTV στα σχολεία του Νεπάλ κάνει λόγο για κινδύνους «κατάχρησης» και «θυματοποίησης των παιδιών».

Συμπερασματικά και λαμβάνοντας υπόψη στοχεύσεις και κινδύνους που αυξάνονται, πχ «έξυπνες πόλεις» κλπ, η προσοχή σχετικά με τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης ιδιαίτερα σε ευαίσθητους δημόσιους χώρους, είναι απαραίτητη, ενώ προκύπτει και ότι τα ρυθμιστικά δικαιϊκά εργαλεία δεν προσφέρονται «δια πάσαν νόσον».

ΠΗΓΗ: ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ