Πάρος: "Ξένοι στον τόπο μας"
/Το περασμένο Σαββατοκύριακο συνοδεύσαμε δημοσιογράφο εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας σε ένα σύντομο οδοιπορικό στην Πάρο. Ενδιαφερόταν να κάνει ρεπορτάζ για την υπερδόμηση στο νησί.
Όπως μας είπε, αποστολή του ήταν να δει τις «ασχήμιες» και όχι τις ομορφιές του νησιού μας. Στο τέλος του οδοιπορικού αναγνώρισε ότι αυτό δεν ήταν, τελικά, και τόσο δύσκολο. Η οικοδομή πανταχού παρούσα. Διαγράφοντας έναν πλήρη κύκλο γύρω από το νησί, διαπιστώνεις ότι ελαχιστότατα τμήματα της ακτογραμμής έχουν μείνει ανέπαφα από την επέλαση του τσιμέντου, του υπόσκαφου, της πισίνας. Και ακόμα δεν έχουμε πιάσει πάτο.
Η Πάρος για 5η συνεχόμενη χρονιά διατηρείται πρώτη στην έκδοση νέων οικοδομικών αδειών. Περισσότερες από 1000 άδειες εκκρεμούν. Πολλές από αυτές εκδίδονται για λογαριασμό κερδοσκόπων που αντιμετωπίζουν το νησί ως επενδυτική ευκαιρία. Αγοράζουν την Πάρο με τον ίδιο τρόπο που αγοράζουν χρηματιστηριακές μετοχές. Αγοράζουν, χτίζουν, νοικιάζουν, πουλούν. Η ανεπανόρθωτη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος είναι η μία όψη του νομίσματος. Η κοινωνική αποσάθρωση είναι η άλλη.
Συναντήσαμε τρεις ανθρώπους σε διαφορετικά σημεία του νησιού. Τρεις διαφορετικές ιστορίες.
Ο πρώτος είναι ηλικιωμένος που έχει την ατυχία να κατοικεί σε ένα σπίτι που γειτονεύει με το παραθαλάσσιο οικόπεδο ενός νεοαφιχθέντος ζάμπλουτου ο οποίος κατασκεύασε ένα παλάτι για να στεγάσει την ματαιοδοξία του, καταπατώντας και τον αιγιαλό. Ο πλούσιος γείτονας δεν είδε με καλό μάτι την παρουσία του ιθαγενούς. Ενοχλήθηκε από το μοτεράκι που χρησιμοποιεί για να ποτίσει το μπαξέ του, το σκυλί του που τολμά να γαβγίζει, τη "χωριάτικη" αισθητική του κήπου του. Κι αποφάσισε να τον μάθει με ποιο τρόπο πρέπει πλέον να ζει.
Μπράβοι ανέλαβαν να τού κάνουν παρατηρήσεις, κάμερες καταγράφουν τις πινακίδες όσων των επισκέπτονται, περιπολικά (του, κατά τα άλλα, υποστελεχωμένου Αστυνομικού Τμήματος) τον επισκέπτονται όποτε ο πλούσιος γείτονας ενοχλείται από την «ηχορύπανση», καλοθελητές τον συμβουλεύουν να πουλήσει (στο γείτονα) και να φύγει, δικαστικοί επιμελητές του επιδίδουν εξώδικα. Μια εξωφρενική, συστηματική παρενόχληση με σκοπό την εκδίωξη και εξαγορά της γης του. «Θέλω να αισθανθώ και πάλι ελεύθερος, όπως ήμουν πριν λίγα χρόνια», μάς αποχαιρετά συγκινημένος.
Ο δεύτερος είναι ιδιοκτήτης οικογενειακής ταβέρνας με ιστορία 50 ετών. Μας εξηγεί πως, παρά τη ραγδαία αύξηση των τουριστικών αφίξεων τα τελευταία χρόνια, στη δεκαετία του ’80 είχε υψηλότερο εισόδημα, αφού «αύξηση του τουρισμού σημαίνει άνοιγμα νέων επιχειρήσεων από ξένους και μοίρασμα της πίτας σε περισσότερα κομμάτια».
Μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι εξαγοράζουν εστιατόρια από ντόπιους ή κατασκευάζουν νέα, επενδύοντας τεράστια ποσά. Μαζεύουν την τράπουλα ώστε να ορίζουν το παιχνίδι. Ο ίδιος δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει και δύσκολα θα αντέξει τον ανταγωνισμό. Παράλληλα, περιγράφει εύγλωττα τη μετατροπή των οικισμών του νησιού σε άψυχα, τουριστικά θεματικά πάρκα: «Δεν αναγνωρίζω τον τόπο μου. Κατεβαίνω στη Νάουσα και δεν αναγνωρίζω σχεδόν κανέναν. Τα σπίτια έχουν γίνει καταστήματα. Οι ντόπιοι δεν κατοικούν πια στον οικισμό".
Ο τρίτος ζει σε μια κατοικιά (αγροτική κατοικία) 150 χρονών. Σχεδόν όλα τα κτήματα στην περιοχή του έχουν πουληθεί. Βίλες, οι περισσότερες χτισμένες για τουριστική εκμετάλλευση, ξεπηδούν σαν μανιτάρια. Στα πρόσφατα χρόνια, πιο γρήγορα από ποτέ. Ο -κάποτε ενεργός- σύλλογος των κατοίκων της περιοχής έχει πια νεκρώσει. Μας λέει: "Έχω μεγαλώσει εδώ. Αλλά πλέον, όταν πηγαίνω σπίτι μου, δεν αισθάνομαι καλά. Δεν αναγνωρίζω τον τόπο μου".
Το πιο ενδιαφέρον και συγκινητικό από όλα: Σαν κουρδισμένοι, σαν συνεννοημένοι, και οι τρεις τους έκλεισαν τη συνομιλία λέγοντας: «Θα γίνουμε ξένοι στον τόπο μας».
Τρεις άνθρωποι, τρεις ιστορίες, ίδιος επίλογος.