Παλιές ιστορίες | Τα λουκούμια στου Σταματελάκη

Θα εκμεταλλευτώ την υπομονή σας για να σας γράψω την ιστορία ενός ταξιδιού από τον Πειραιά στην Πάρο, που κρατούσε δυο μέρες, για τα λουκούμια του Σταματελάκη, και το ξεμέτρημα.

Ήταν το καλοκαίρι του 1938. Η αδελφή της μητέρας μου, η Νίνα του Μαυραγκά, μια όμορφη κοπελιά του τότε, θα κατέβαινε από την Αθήνα στην Πάρο. Σκοπός της ήταν να δει τη μητέρα της την Αννίτσα και τις τρεις αδελφές της. Φαίνεται όμως ότι ήταν «παράτολμο» για την εποχή να ταξιδεύει μια κοπελιά μόνη! Κι ίσως γι’ αυτό της φόρτωσαν κι εμένα. Αυτά για τα ήθη της εποχής. Και τώρα η συνέχεια:

Το καράβι ξεκίνησε από τον Πειραιά πρωί. Πιθανολογώ στις 8 ή 9 και φτάσαμε στη Σύρο προχωρημένο απόγευμα!  Πολλοί επιβάτες κατεβήκαμε για μια βόλτα στην παραλία. Εκεί ήταν και το νυφοπάζαρο. Πολλοί νεαροί ήταν ντυμένοι με μαύρο παντελόνι και άσπρο σακάκι. Φορούσαν το «μπαγιασόν», ένα ψάθινο καπέλο, επίπεδο στην κορυφή, με μαύρη κορδέλα πριν από το γείσο. Ορισμένοι μάλιστα κρατούσαν και ένα λεπτό μαύρο μπαστουνάκι. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι αυτούς τους νεαρούς τους έλεγαν δανδήδες.

Μετά από μερικές βόλτες με κάποιους συνταξιδιώτες μας, καθίσαμε μπροστά από του Σταματελάκη. Το πασίγνωστο στέκι του ιδιοκτήτη της βιοτεχνίας των ξακουστών συριανών λουκουμιών. Κι εκεί κάποιοι, όταν άκουσαν να τη λέω θεία και όχι μαμά άρχισαν την «πολιορκία» της όμορφης θείας μου. Της πρόσφεραν ένα κουτί λουκούμια δήθεν για το«χαριτωμένο αγοράκι», την αφεντιά μου. Αλλά μόλις μάθαιναν ότι θα φεύγαμε για την Πάρο αποχωρούσαν ευσχήμως! Έπειτα ερχόταν άλλος και άλλος. Κι όταν κάποιος με ανέβασε σε καρέκλα για να  πω  ένα ποίημα, που είχα μάθει στο νηπιαγωγείο, το τραπέζι γέμισε με κουτιά λουκούμια και γύρω - γύρω δανδήδες. Το πλοίο ξεκίνησε το άλλο πρωί και έφτασε στην Πάρο το απομεσήμερο. Στο λιμάνι μας παρέλαβαν από το πλοίο οι μεγάλες τετράκοπες βάρκες ενώ μπροστά στην παλιά μικρή προβλήτα είχε συγκεντρωθεί όλη η Παροικιά! Γιατί κάθε κατάπλους ήταν τότε μεγάλο γεγονός.

Μετά την αποβίβαση πήγαμε στο σπίτι της θείας μου της Ειρήνης του Κιουπελίδη, στα Θολάκια, στο οποίο μαζεύτηκε όλη η γειτονιά για τα καλωσορίσματα. Πρέπει να πω ότι στο καράβι δε ζαλίστηκα. Ούτε στις βάρκες Κι ακόμη σήμερα δεν ξέρω τι είναι ναυτία. Αλλά περιέργως στο σπίτι της θείας της Ειρήνης κινδύνευσα να πνιγώ από τον εμετό, ενώ ήμουν νηστικός. Μια από τις γειτόνισσες «απεφάνθη» τότε ότι ήμουν ματιασμένος. Αμέσως κάλεσαν την Πατέλαινα, που καθόταν απέναντι για να με «ξεμετρήσει», όπως είπαν. Εκείνη κρατώντας μια πολύ μακριά στενή πετσέτα άρχισε να μετρά κομμάτια της από τη ρίζα του αντίχειρα μέχρι τον αγκώνα της και να ψιθυρίζει κάποιες ακατάληπτες φράσεις. Η πετσέτα έφτασε δυο φορές κανονικά από τον αγκώνα στον καρπό της. Αλλά την τρίτη έφτασε μέχρι τη μέση του πήχη της. Κι αυτό θεωρήθηκε ένδειξη ότι «είχα μάτι». Μάλιστα έλεγαν ότι με είχε ματιάσει η άκληρη σύζυγος του Μιχάλη του Μαλαγαρδή, που όταν με πρωτόειδε είχε πει: «άλι χαρώ το».

Σήμερα τα καράβια έρχονται σε τρεις - τέσσερις ώρες από τον Πειραιά στην Πάρο. Στη Σύρο δεν κυκλοφορούν δανδήδες. Στο λιμάνι  της Παροικιάς δεν κατεβαίνει κανείς για να προϋπαντήσει ταξιδιώτες. Και το «ξεμέτρημα» χάθηκε στο διάβα των χρόνων. Κι απομείναμε μερικοί να μιλάμε  γι’ αυτά κι άλλοι να μη μας πιστεύουν κι άλλοι να μας βαριούνται.

Σημ.: Το παραπάνω δημοσίευμα –που υπογράφει ο κ. Γιώργος Καπαρός- είναι με την άδεια της ηλεκτρονικής σελίδας: «Η ιστορία της Πάρου».