Η Λευκιανή φιλοξενία (Μέρος 2ο)
/Φτωχές και πολυμελείς οι περισσότερες οικογένειες των Λευκών. Βασανιστικός ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωσή τους. Με τον ιδρώτα τους πότιζαν τα άγονα, κατά μεγάλο μέρος, ορεινά εδάφη που καλλιεργούσαν με τα ροζιασμένα από τις σκληρές αγροτικές δουλειές χέρια τους, για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.
Λίγα ήταν και τα παραγόμενα γεωργικά προϊόντα, στα οποία βασιζόταν η επιβίωσή τους. Κι όμως, με αυτά τα λίγα που είχαν στη διάθεσή τους, η πόρτα του σπιτιού τους ήταν πάντα ανοικτή και οι Λευκιανοί, με την άδολη και καλή τους καρδιά, ήταν πρόθυμοι σε κάθε περίπτωση να υποδεχτούν και να φιλέψουν τους επισκέπτες ή τους ξένους, που θα περνούσαν το κατώφλι του φτωχικού τους.
Μπορεί να ήταν φτωχοί σε υλικά αγαθά οι Λευκιανοί, αλλά ήταν πλούσιοι σε συναισθήματα. Και τη φιλοξενία (από το φιλώ = αγαπώ + ξένος) την είχαν στο αίμα τους, όπως έλεγαν. Στις περισσότερες κουζίνες των Λευκιανών σπιτιών υπήρχε συνήθως επάνω στο τραπέζι, το λαήνι με το λευκιανό μαύρο (μπρούσκο τις περισσότερες φορές) κρασί και το σκουτέλι (σκ’τέλι = πήλινο σκεύος, από το ιταλικό scutella) με ελιές της άρμης, σκεπασμένα με καθαρές πετσέτες της κρεβαταριάς (αργαλειού). Σε μια γωνιά βρισκόταν η παραστιά (τζάκι) και το τσουκάλι (τσ’κάλι και κικάλι = πήλινη χύτρα μαγειρέματος από το ιταλικό zucca), με το φαγητό (όχι πάντα) της ημέρας. Στον τοίχο υπήρχε κρεμαστή η πιατοθήκη με τα πιάτα και τα ποτήρια (μεταλλικά, γυάλινα ή πήλινα) καθώς και πλεξάνες από κρεμμύδια και σκόρδα, ενώ στην καλαμωτή, που κρεμόταν από τα δοκάρια της στέγης, υπήρχε το ζυμωτό μαύρο ψωμί, και συχνά το πήλινο πιάτο με ένα κομμάτι από κεφαλίσιο τυρί της άρμης. Όλα έτοιμα για να συμβάλουν στην παροχή της Λευκιανής φιλοξενίας στον ξένο ή στον επισκέπτη.
Η φιλοξενία ήταν για τους Λευκιανούς πατροπαράδοτη αρετή. Τη θεωρούσαν ηθική υποχρέωση και χριστιανική πράξη. Γι’ αυτό και καλοδέχονταν με εγκαρδιότητα, ευγένεια, μεγάλη χαρά και ειλικρίνεια, χωρίς να έχουν ίχνος υστεροβουλίας ή ιδιοτέλειας, τους ξένους και τους επισκέπτες, ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκαν, την οικονομική τους κατάσταση, την κοινωνική ή την πολιτική τους θέση.
Η παρεχόμενη από τους Λευκιανούς φιλοξενία ήταν σχετική με την οικονομική δυνατότητα που είχε κάθε οικογένεια. Γενικά ήταν λιτή, χωρίς πολυτέλεια και πλουσιοπάροχα γεύματά. Πρόσφεραν ότι είχαν στη διάθεσή τους τη συγκεκριμένη στιγμή, το «βρισκάμενο» (βρ’σκάμενο = βρισκούμενο, αυτό που βρισκόταν τη δεδομένη στιγμή). Που μπορεί να ήταν το φαγητό της ημέρας εφόσον υπήρχε, ή οπωσδήποτε ένα ποτήρι κρασί λευκιανό, με ελιές ή ένα κομμάτι κεφαλοτύρι, και ψωμί. Ή ένα ποτηράκι ντόπια τσικουδιά, με μερικά ξερά σύκα. Διαφορετική ήταν οπωσδήποτε, η φιλοξενία σε Λευκιανό σπίτι τις μέρες των εορτών ή τις μέρες τοπικών παραδοσιακών πανηγυριών.
Εκείνο όμως που είχε μεγαλύτερη σημασία και μετρούσε περισσότερο από όλα, και έκανε τον ξένο ή τον επισκέπτη να νιώθει «σαν στο σπίτι του», όπως έλεγαν, ήταν: η θερμή υποδοχή, η καλή ψυχική διάθεση, η απλότητα των ανθρώπων, η ζεστή ατμόσφαιρα, το χαρούμενο περιβάλλον και η ανεπιτήδευτη συμπεριφορά τους. Δεν είχε σημασία το τι πρόσφεραν, αλλά το πώς (με ποιο τρόπο, με ποια διάθεση) το πρόσφεραν. Η φιλοξενία ήταν και μια κοινωνική επαφή, που δημιουργούσε συναισθήματα ικανοποίησης προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και μια πρωτόγνωρη σχέση συμπάθειας και φιλίας μεταξύ φιλοξενούντων και φιλοξενουμένων. Και η σχέση αυτή έκανε τους ανθρώπους να έρχονται πιο κοντά ο ένας στον άλλο, οι συναντήσεις τους να επαναλαμβάνονται συχνότερα, το ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους τους να γίνεται εντονότερο, η συμπεριφορά τους να βελτιώνεται, η συμβίωση να γίνεται πιο ανθρώπινη και η κοινωνία να προοδεύει.
Ο χρόνος όμως περνάει και τρέχει σαν το νερό στο ποτάμι. Παρασύρει ό,τι εμπόδιο βρει στο πέρασμά του, προξενεί μεγάλες μεταβολές, δημιουργεί νέες καταστάσεις και πολλές φορές θύματα. Ένα τέτοιο θύμα, μεταξύ των άλλων, είναι και η Λευκιανή φιλοξενία, η οποία προσαρμόζεται προς το νέο περιβάλλον όπως αυτό διαμορφώνεται από τη ραγδαία, συνεχή, και πολλές φορές βίαιη, εξέλιξη, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία προκαλεί επαναστατικές αλλαγές στην κοινωνία σε τέτοιο σημείο, που ο κόσμος παίρνει την εικόνα ενός παγκόσμιου χωριού.
Στις μεταβολές που συντελούνται συμβάλλει καθοριστικά και ο τουρισμός, του οποίου ο «χρυσοφόρος» πέπλος, από την μεταπολεμική περίοδο και ιδίως από τη δεκαετία του 1960, που άρχισε να προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα, καλύπτει συνεχώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της Πάρου. Με συνέπεια να διαμορφώνεται μια νέα μορφή ζωής. Οι ανθρώπινες σχέσεις μεταβάλλονται, ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς όπως και τα συναισθήματα αλλάζουν, κάτοικοι από άλλα μέρη της Ελλάδος καθώς και αλλοδαποί, εγκαθίστανται στο νησί και η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει.
Τα σπίτια δε μένουν πια ανοικτά. Οι κάτοικοι δεν ανοίγουν εύκολα την πόρτα τους γιατί φοβούνται. Η αθωότητα και η εμπιστοσύνη, που άλλοτε συνόδευε τις συναντήσεις και τις συναναστροφές των ανθρώπων, χάνονται. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Η ανθρωπιά παύει να υπάρχει. Ο καθένας ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και το προσωπικό του συμφέρον. Η φιλοξενία έχει εμπορευματοποιηθεί και όλα κινούνται στο ρυθμό, του «δούναι και λαβείν».
* Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παριανά», τ. 158
Ευάγγελος Νικ. Καστανιάς